Η λέξη "intendente" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "intendente" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /in.tenˈden.te/
Η λέξη "intendente" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε ένα υπεύθυνο πρόσωπο που διαχειρίζεται ή εποπτεύει μια δημόσια υπηρεσία, φορέα ή στρατιωτική μονάδα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της διοίκησης, του στρατού και της πολιτικής. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε θεσμικά ή επίσημα συμφραζόμενα.
Ο διευθυντής της πόλης εφάρμοσε νέες περιβαλλοντικές πολιτικές.
Los intendentes militares tienen un papel clave en la organización de las tropas.
Οι στρατιωτικοί επιτηρητές έχουν κεντρικό ρόλο στην οργάνωση των στρατιωτών.
La reunión fue convocada por el intendente del área de salud.
Η λέξη "intendente" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικά συμφραζόμενα. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:
Ο διευθυντής μας έδωσε τη στήριξή του.
El trabajo del intendente es crucial para el desarrollo del municipio.
Η δουλειά του διευθυντή είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του δήμου.
El intendente tuvo que tomar decisiones difíciles.
Ο διευθυντής έπρεπε να πάρει δύσκολες αποφάσεις.
Como intendente, se espera que administres bien los recursos.
Ως διευθυντής, αναμένεται να διαχειρίζεσαι καλά τους πόρους.
El intendente rotativo ayudará a optimizar la gestión del servicio.
Η λέξη "intendente" προέρχεται από το λατινικό "intendere", που σημαίνει "να επιβλέπω" ή "να έχω σκοπό", και στο Ισπανικά, η σημασία έχει εξελιχθεί για να υποδείξει κάποιον που επιβλέπει ή διαχειρίζεται κάτι.
Συνώνυμα: - administrador (διαχειριστής) - supervisor (επόπτης) - director (διευθυντής)
Αντώνυμα: - subordinado (υφιστάμενος) - seguidor (ακολουθών) - ignorante (αδιάφορος, που δεν γνωρίζει)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "intendente" στο πλαίσιο της ισπανικής γλώσσας.