Η λέξη "intensidad" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: [in.ten.siˈðað]
Η λέξη "intensidad" αναφέρεται στο επίπεδο ή την ποσότητα ενός χαρακτηριστικού, συναισθήματος, φυσικού φαινομένου ή διαδικασίας. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, η ψυχολογία, η οικονομία και η ιατρική.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Η ένταση του ήχου ήταν καταπληκτική.
La intensidad del dolor disminuyó después de tomar el medicamento.
Η λέξη "intensidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Να μιλάς με ένταση: Αυτό σημαίνει να μιλάς με συναισθήματα και πάθος.
La intensidad de la competencia ha aumentado en los últimos años.
Η ένταση του ανταγωνισμού έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Experimentar la intensidad de una emoción: Se refiere a sentir una emoción con gran fuerza.
Να βιώνεις την ένταση ενός συναισθήματος: Αναφέρεται στο να αισθάνεσαι ένα συναίσθημα με μεγάλη δύναμη.
Disfrutar la intensidad de la música en vivo.
Η λέξη "intensidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "intensitas", που σημαίνει "ισχυρότητα" ή "ποσότητα".