Το "intensificar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [in.ten.si.fiˈkar]
Το "intensificar" σημαίνει να κάνεις κάτι πιο έντονο ή ισχυρό. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιπτώσεις, όπως στην επιστήμη, την κοινωνία και την καθημερινή ζωή. Η χρήση του μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή, αν και είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικά κείμενα ή αναφορές.
Es necesario intensificar los esfuerzos de conservación.
(Είναι αναγκαίο να εντείνουμε τις προσπάθειες συντήρησης.)
La empresa decidió intensificar la publicidad de su nuevo producto.
(Η εταιρεία αποφάσισε να εντείνει τη διαφήμιση του νέου της προϊόντος.)
Los médicos recomiendan intensificar el tratamiento en casos severos.
(Οι γιατροί προτείνουν να εντείνουμε τη θεραπεία σε σοβαρές περιπτώσεις.)
Το "intensificar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να κολλά με άλλες λέξεις για να σχηματίσει χρήσιμες φράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Intensificar la lucha por los derechos humanos.
(Να εντείνουμε τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.)
Debemos intensificar los diálogos para resolver el conflicto.
(Πρέπει να εντείνουμε τους διαλόγους για να επιλύσουμε τη διαμάχη.)
Es momento de intensificar la colaboración entre las naciones.
(Είναι ώρα να εντείνουμε τη συνεργασία μεταξύ των εθνών.)
Το ρήμα "intensificar" προέρχεται από το λατινικό "intensificare", που σημαίνει "να κάνεις πιο έντονο".
Συνώνυμα: - Aumentar - Reforzar - Agravar
Αντώνυμα: - Disminuir - Atenuar - Suavizar