"Intensivo" είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/fen.t̪enˈsi.βo/
Η λέξη "intensivo" αναφέρεται σε κάτι που είναι εντατικό ή σε αυξημένο βαθμό. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στην εκπαίδευση (εντατικά μαθήματα), στην ιατρική (εντατική θεραπεία) ή στην οικονομία (εντατική εργασία).
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερο σε εξειδικευμένα κείμενα ή συζητήσεις για υπηρεσίες και θεραπείες.
(Το μάθημα αγγλικών είναι εντατικό και διαρκεί μόνο ένα μήνα.)
El tratamiento intensivo es necesario para la recuperación del paciente.
Η λέξη "intensivo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Este verano tendré un curso intensivo de fotografía.
Trabajar en un ambiente intensivo.
Ejemplo: El hospital tiene un ambiente intensivo durante las emergencias.
Necesitar formación intensiva.
Η λέξη "intensivo" προέρχεται από το λατινικό "intensivus", το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στη λέξη "intensio", που σημαίνει ένταση.
Η λέξη "intensivo" είναι πολύ χρήσιμη σε ποικιλία καταστάσεων, καθιστώντας την συχνά απλή, αλλά και σημαντική στη γλώσσα.