Το "intercalar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /interˈkaɾ/
Η λέξη "intercalar" σημαίνει να τοποθετούμε κάτι σε μια σειρά, ενδιάμεσα σε άλλα πράγματα ή να εισάγουμε κάτι ως μεσολαβητή. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα, κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή όταν αναφέρεται σε διαχείριση χρόνου ή πληροφοριών. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στο γραπτό πλαίσιο.
Αποφάσισα να διακόπτω τα μαθήματα ισπανικών με αυτά των γαλλικών.
Es recomendable intercalar el trabajo con momentos de descanso.
Η λέξη "intercalar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Η παρέμβαση ιδεών είναι θεμελιώδης σε μια καλή παρουσίαση.
A veces es mejor intercalar opiniones diferentes para enriquecer el debate.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να παρεμβάλουμε διαφορετικές απόψεις για να εμπλουτίσουμε την συζήτηση.
Los entrenadores suelen intercalar ejercicios de fuerza con ejercicios de resistencia.
Η λέξη "intercalar" προέρχεται από το λατινικό "intercalare", που σημαίνει "να τοποθετώ κάτι ανάμεσα". Ετυμολογικά το "inter-" σημαίνει "μεταξύ" και το "calare" σημαίνει "να τοποθετώ".
Συνώνυμα: - Interponer - Alternar - Insertar
Αντώνυμα: - Sustraer - Eliminar - Rechazar