intercalar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intercalar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "intercalar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /interˈkaɾ/

Επίλογες μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "intercalar" σημαίνει να τοποθετούμε κάτι σε μια σειρά, ενδιάμεσα σε άλλα πράγματα ή να εισάγουμε κάτι ως μεσολαβητή. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα, κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή όταν αναφέρεται σε διαχείριση χρόνου ή πληροφοριών. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Decidí intercalar las clases de español con las de francés.
  2. Αποφάσισα να διακόπτω τα μαθήματα ισπανικών με αυτά των γαλλικών.

  3. Es recomendable intercalar el trabajo con momentos de descanso.

  4. Είναι προτεινόμενο να παρεμβάλλουμε την εργασία με στιγμές ξεκούρασης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "intercalar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Intercalar ideas es fundamental en una buena presentación.
  2. Η παρέμβαση ιδεών είναι θεμελιώδης σε μια καλή παρουσίαση.

  3. A veces es mejor intercalar opiniones diferentes para enriquecer el debate.

  4. Μερικές φορές είναι καλύτερα να παρεμβάλουμε διαφορετικές απόψεις για να εμπλουτίσουμε την συζήτηση.

  5. Los entrenadores suelen intercalar ejercicios de fuerza con ejercicios de resistencia.

  6. Οι προπονητές συνήθως παρεμβάλλουν ασκήσεις δύναμης με ασκήσεις αντοχής.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "intercalar" προέρχεται από το λατινικό "intercalare", που σημαίνει "να τοποθετώ κάτι ανάμεσα". Ετυμολογικά το "inter-" σημαίνει "μεταξύ" και το "calare" σημαίνει "να τοποθετώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Interponer - Alternar - Insertar

Αντώνυμα: - Sustraer - Eliminar - Rechazar



23-07-2024