Το "intercambiar" είναι ρήμα.
/inteɾkamˈbaɾ/
Η λέξη "intercambiar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της ανταλλαγής πραγμάτων, ιδεών ή πληροφοριών μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Στη γλώσσα των οικονομικών και του νόμου, το "intercambiar" μπορεί να αναφέρεται σε συναλλαγές ή ανταλλαγές συμβάσεων, αγαθών ή υπηρεσιών.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να συναντηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά ενδέχεται να είναι πιο συνηθισμένη σε γραφικά κείμενα ή στις επαγγελματικές συζητήσεις.
Μπορούμε να ανταλλάξουμε ιδέες σχετικά με το έργο.
El Banco permite intercambiar divisas fácilmente.
Η τράπεζα επιτρέπει να ανταλλάσσονται νομίσματα εύκολα.
Es importante intercambiar información antes de tomar una decisión.
Η λέξη "intercambiar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι χρήσιμο να ανταλλάσσουμε απόψεις για να διευρύνουμε την κατανόησή μας.
Intercambiar roles
Μερικές φορές, η ανταλλαγή ρόλων μπορεί να βελτιώσει την επικοινωνία.
Intercambiar experiencias
Η ανταλλαγή εμπειριών με άλλους μας βοηθά να εξελιχθούμε.
Intercambiar regalos
Στην πάρτι, αποφασίσαμε να ανταλλάξουμε δώρα μεταξύ φίλων.
Intercambiar contactos
Η λέξη "intercambiar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "cambiare", που σημαίνει "να αλλάξω", συνθετική με το πρόθεμα "inter-", που σημαίνει "μεταξύ".
Συνώνυμα: - alterar - cambiar - modificar
Αντώνυμα: - conservar - mantener - retener