Το "interceder" είναι ρήμα.
/inteɾθeˈðeɾ/
Η λέξη "interceder" σημαίνει να παρεμβαίνεις ή να μεσολαβείς για κάποιον άλλο, συνήθως με σκοπό να βοηθήσεις, να υπερασπιστείς ή να επιτύχεις κάποια θετική έκβαση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και σε νομικά πλαίσια (όπως η παρέμβαση σε δικαστικές διαδικασίες) καθώς και σε γενικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η συχνότητά της είναι αρκετά καλή στη γραπτή μορφή, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Ella decidió interceder por su amigo ante el juez.
(Αυτή αποφάσισε να μεσολαβήσει για τον φίλο της ενώπιον του δικαστή.)
El maestro intercedió para que los estudiantes tuvieran una segunda oportunidad.
(Ο δάσκαλος μεσολάβησε ώστε οι μαθητές να έχουν δεύτερη ευκαιρία.)
Η λέξη "interceder" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ συχνή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Interceder en nombre de alguien.
(Μεσολαβώ στο όνομα κάποιου.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει κάτι για κάποιον άλλο, υποστηρίζοντάς τον.
Interceder como un abogado.
(Μεσολαβώ όπως ένας δικηγόρος.)
Αναφέρεται στη νομική παρέμβαση ή υποστήριξη στις νομικές διαδικασίες.
Es importante interceder por los que no tienen voz.
(Είναι σημαντικό να μεσολαβούμε για εκείνους που δεν έχουν φωνή.)
Υπογραμμίζει τη σημασία της υπεράσπισης των αδυνάτων.
Το "interceder" προέρχεται από τα λατινικά "intercedere", το οποίο αποτελείται από "inter-" (μεταξύ) και "cedere" (πηγαίνω). Αναφέρεται σε μία διαδικασία που λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο μερών.
Συνώνυμα: - Mediar (μεσολαβώ) - Abogar (υπερασπίζω)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Desentenderse (αδιαφορώ)