interceptar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interceptar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[in.tɛɾ.θepˈtaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "interceptar" στα Ισπανικά σημαίνει να συλληφθεί κάτι προτού φτάσει στον προορισμό του. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως η νομοθεσία (ως σχετικά με την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), η στρατιωτική στρατηγική (όταν πρόκειται για την αναχαίτιση εχθρικών επιθέσεων ή επικοινωνιών), και σε γενικές συζητήσεις (π.χ. να διακόψεις κάποιον ή κάτι).

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, γραπτές και προφορικές, αν και μπορεί να συναντάται λίγο πιο συχνά σε γραπτά κείμενα λόγω της σοβαρότητας του περιεχομένου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La policía logró interceptar el tráfico de drogas.
    (Η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει το trafficking ναρκωτικών.)

  2. Los militares intentaron interceptar el misil enemigo.
    (Οι στρατιωτικοί προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τον εχθρικό πύραυλο.)

  3. Es importante interceptar la información antes de que llegue al enemigo.
    (Είναι σημαντικό να παρεμποδίσουμε την πληροφορία πριν φτάσει στον εχθρό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "interceptar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:

  1. Interceptar un mensaje
    (Συλλαμβάνω ένα μήνυμα)
    Η υπηρεσία ασφαλείας μπορεί να interceptar un mensaje para proteger la privacidad de las personas.
    (Η υπηρεσία ασφαλείας μπορεί να συλλάβει ένα μήνυμα για να προστατεύσει την ιδιωτικότητα των ανθρώπων.)

  2. Interceptar una llamada
    (Αναχαιτίζω μια κλήση)
    Es ilegal interceptar una llamada sin consentimiento.
    (Είναι παράνομο να αναχαιτίσεις μια κλήση χωρίς τη συναίνεση.)

  3. Interceptar el tráfico
    (Παρεμποδίζω την κίνηση)
    La policía necesita interceptar el tráfico en esta zona.
    (Η αστυνομία χρειάζεται να παρεμποδίσει την κίνηση σε αυτή την περιοχή.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "interceptar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "interceptare", που σημαίνει "να πιάσω ενδιάμεσα" (inter- δηλαδή "ενδιάμεσα" + capere "να πιάσω"). Το ρήμα εξελίχθηκε μέσα από την Ισπανική γλώσσα και πλέον χρησιμοποιείται στις σύγχρονες επικοινωνίες και στρατηγικές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - atrapar (παγιδεύω) - detener (σταματώ)

Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - dejar pasar (αφήνω να περάσει)



23-07-2024