Ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[interdepenˈðenθja]
Η λέξη "interdependencia" αναφέρεται στη κατάσταση ή τη σχέση κατά την οποία δύο ή περισσότερες οντότητες είναι αλληλένδετες και εξαρτώνται η μία από την άλλη. Στον τομέα των οικονομικών, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις σχέσεις ανάμεσα σε χώρες, οικονομίες ή αγορές, όπου οι αποφάσεις ή οι αλλαγές σε μία από αυτές επηρεάζουν άλλες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής θεωρίας, με κυριότερη συχνότητα στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις.
Η αλληλεξάρτηση μεταξύ των χωρών στο εμπόριο είναι θεμελιώδης για την οικονομική ανάπτυξη.
En un mundo globalizado, la interdependencia económica es cada vez más evidente.
Η λέξη "interdependencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομία και την κοινωνία:
Η αλληλεξάρτηση αποκαλύπτει την ευθραυστότητα των οικονομικών συστημάτων.
En el marco de la interdependencia, las políticas locales pueden tener repercusiones globales.
Στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης, οι τοπικές πολιτικές μπορούν να έχουν παγκόσμιες επιπτώσεις.
La interdependencia de las naciones es un pilar de la diplomacia moderna.
Η αλληλεξάρτηση των εθνών είναι ένας πυλώνας της σύγχρονης διπλωματίας.
La interdependencia ecológica nos recuerda que nuestras acciones afectan al entorno.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "interdependere", που σημαίνει "εξαρτώμαι ο ένας από τον άλλον". Αποτελείται από το πρόθεμα "inter-" (μεταξύ) και το "dependencia" (εξάρτηση).
Συνώνυμα: - A interrelación (αλληλεπίδραση) - Dependencia mutua (αμοιβαία εξάρτηση)
Αντώνυμα: - Independencia (ανεξαρτησία) - Autonomía (αυτονομία)