interesado: Επίθετο
/inteɾeˈsaðo/
Η λέξη interesado χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάποιον που έχει ενδιαφέρον για κάτι ή που συμμετέχει σε κάτι με στόχο να επωφεληθεί. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στην καθημερινή ομιλία.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγω του ευρέως αναγκαίου ενδιαφέροντος που έχει στην καθημερινότητα.
Él está muy interesado en la ciencia.
(Αυτός είναι πολύ ενδιαφερόμενος για την επιστήμη.)
La empresa busca empleados interesados en un trabajo creativo.
(Η εταιρεία ψάχνει υπαλλήλους που ενδιαφέρονται για μια δημιουργική δουλειά.)
Η λέξη interesado χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ser un interesado:
(Να είσαι ενδιαφερόμενος, με την έννοια του να έχεις προσωπικό όφελος.)
Π.χ.: No quiero ser un interesado en esta situación.
(Δεν θέλω να είμαι ένας ενδιαφερόμενος σε αυτή την κατάσταση.)
Interesado en el tema:
(Ενδιαφερόμενος για το θέμα.)
Π.χ.: Ella siempre está interesada en el tema de la educación.
(Αυτή είναι πάντα ενδιαφερόμενη για το θέμα της εκπαίδευσης.)
Un interesado más:
(Ένας ακόμα ενδιαφερόμενος.)
Π.χ.: Hoy tenemos un interesado más en la reunión.
(Σήμερα έχουμε έναν ακόμα ενδιαφερόμενο στη συνάντηση.)
Η λέξη interesado προέρχεται από το ιταλικό interessato, το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό interessare, που σημαίνει «να έχεις συμφέρον».
Συνώνυμα: - entusiasta (ενθουσιώδης) - curioso (περίεργος)
Αντώνυμα: - desinteresado (αδιάφορος) - indiferente (αδιάφορος)