Η λέξη "interferencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/inteɾfeɾenθia/
Η "interferencia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φαινόμενα, όπως κύματα ή signals, αλληλεπιδρούν με την παρουσία τους. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, η ιατρική και η τεχνολογία, ιδιαίτερα στη ραδιοφωνία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και είναι περισσότερο κοινή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά κείμενα.
Η παρεμβολή των ραδιοκυμάτων μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του σήματος.
En la medicina, la interferencia en los resultados de los exámenes puede llevar a diagnósticos erróneos.
Στην ιατρική, η παρέμβαση στα αποτελέσματα των εξετάσεων μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες διαγνώσεις.
La interferencia en un circuito eléctrico puede causar fallos en el funcionamiento del dispositivo.
Η λέξη "interferencia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Δεν υπάρχει παρεμβολή στην επικοινωνία."
"La interferencia externa complicó la situación."
"Η εξωτερική παρέμβαση περιέπλεξε την κατάσταση."
"Evitar la interferencia en los resultados es fundamental para la investigación."
"Η αποφυγή παρέμβασης στα αποτελέσματα είναι θεμελιώδης για την έρευνα."
"La interferencia entre los equipos puede ser problemática."
"Η παρεμβολή μεταξύ των συσκευών μπορεί να είναι προβληματική."
"Busca minimizar la interferencia en el entorno."
Η λέξη "interferencia" προέρχεται από το λατινικό "interferentia", το οποίο σημαίνει "παρεμβολή" και σχηματίζεται από το πρόθεμα "inter-" (μεταξύ) και το ρήμα "ferre" (φέρνω).
Συνώνυμα: - Intervención - Perturbación - Superposición
Αντώνυμα: - Claridad - Separación - Distinción
Η λέξη "interferencia" είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε διάφορους επιστημονικούς τομείς και έχει σημασία με πολλές εφαρμογές, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε επικοινωνίες και φυσικά φαινόμενα.