Interferir είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [inteɾfeˈɾiɾ]
Το ρήμα interferir χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια της παρέμβασης ή της επεμβατικής δράσης σε μία κατάσταση, γεγονός ή διαδικασία. Στην ιατρική και την επιστημονική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην παρεμβολή ή στη διατάραξη κάποιου φαινομένου. Η χρήση του είναι συχνή στον προφορικό και γραπτό λόγο, με την προτίμηση να παρατηρείται στον γραπτό λόγο για επιστημονικές και ακαδημαϊκές περιστάσεις.
Ο θόρυβος μπορεί να παρέμβει στη συγκέντρωσή μας.
El medicamento puede interferir con otros tratamientos.
Το φάρμακο μπορεί να παρεμβαίνει με άλλες θεραπείες.
No dejes que los problemas personales interfieran en tu trabajo.
Το ρήμα interferir χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παρέμβαση ή την επιρροή.
Να παρεμβαίνεις στις υποθέσεις των άλλων.
No se debe interferir con la libre expresión.
Δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε με την ελεύθερη έκφραση.
Interferir en una discusión.
Να παρεμβαίνεις σε μια συζήτηση.
Es inapropiado interferir en decisiones ajenas.
Είναι ακατάλληλο να παρεμβαίνεις σε ξένες αποφάσεις.
Interferir en la relación de pareja.
Η λέξη interferir προέρχεται από το λατινικό ρήμα interferre, το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα inter- (μεταξύ) και το ρήμα ferre (φέρνω). Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει την έννοια της παρέμβασης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις.
Συνώνυμα: - Interceder (παρεμβαίνω) - Interactuar (αλληλεπιδρώ)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Observar (παρατηρώ)