interferir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interferir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Interferir είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [inteɾfeˈɾiɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το ρήμα interferir χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια της παρέμβασης ή της επεμβατικής δράσης σε μία κατάσταση, γεγονός ή διαδικασία. Στην ιατρική και την επιστημονική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην παρεμβολή ή στη διατάραξη κάποιου φαινομένου. Η χρήση του είναι συχνή στον προφορικό και γραπτό λόγο, με την προτίμηση να παρατηρείται στον γραπτό λόγο για επιστημονικές και ακαδημαϊκές περιστάσεις.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El ruido puede interferir en nuestra concentración.
  2. Ο θόρυβος μπορεί να παρέμβει στη συγκέντρωσή μας.

  3. El medicamento puede interferir con otros tratamientos.

  4. Το φάρμακο μπορεί να παρεμβαίνει με άλλες θεραπείες.

  5. No dejes que los problemas personales interfieran en tu trabajo.

  6. Μην αφήνεις τα προσωπικά προβλήματα να επηρεάζουν τη δουλειά σου.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το ρήμα interferir χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παρέμβαση ή την επιρροή.

  1. Interferir en los asuntos de otros.
  2. Να παρεμβαίνεις στις υποθέσεις των άλλων.

  3. No se debe interferir con la libre expresión.

  4. Δεν πρέπει να παρεμβαίνουμε με την ελεύθερη έκφραση.

  5. Interferir en una discusión.

  6. Να παρεμβαίνεις σε μια συζήτηση.

  7. Es inapropiado interferir en decisiones ajenas.

  8. Είναι ακατάλληλο να παρεμβαίνεις σε ξένες αποφάσεις.

  9. Interferir en la relación de pareja.

  10. Να παρεμβαίνεις στη σχέση ενός ζευγαριού.

Ετυμολογία

Η λέξη interferir προέρχεται από το λατινικό ρήμα interferre, το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα inter- (μεταξύ) και το ρήμα ferre (φέρνω). Έτσι, η ετυμολογία υποδηλώνει την έννοια της παρέμβασης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Interceder (παρεμβαίνω) - Interactuar (αλληλεπιδρώ)

Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Observar (παρατηρώ)



23-07-2024