Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "interinidad" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: /in.te.ɾi.niˈðad/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
προσωρινότητα
ενδιάμεση κατάσταση
Σημασία της λέξης
Η λέξη "interinidad" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή θέση που είναι προσωρινή ή ενδιάμεση, συχνά χρησιμοποιούμενη στον επαγγελματικό ή εκπαιδευτικό τομέα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχήματα απασχόλησης, όπως η προσωρινή εργασία ή οι μεταβατικές θέσεις σε οργανισμούς και θεσμούς. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε διοικητικά και νομοθετικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων
"La interinidad en el empleo es un fenómeno común en muchos sectores."
"Η προσωρινότητα στην απασχόληση είναι ένα κοινό φαινόμενο σε πολλούς τομείς."
"Durante la interinidad del director, se implementaron nuevas políticas."
"Κατά την ενδιάμεση κατάσταση του διευθυντή, εφαρμόστηκαν νέες πολιτικές."
"La interinidad en la enseñanza puede afectar la calidad educativa."
"Η προσωρινότητα στη διδασκαλία μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της εκπαίδευσης."
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "interinidad" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα συχνή. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες συνδεδεμένες μορφές που μπορούν να συναντηθούν:
"La interinidad del cargo se debe a la falta de candidatos."
"Η προσωρινότητα της θέσης οφείλεται στην έλλειψη υποψηφίων."
"En tiempos de interinidad, la adaptabilidad es clave."
"Σε καιρούς προσωρινότητας, η προσαρμοστικότητα είναι το κλειδί."
"La interinidad crea incertidumbre en el equipo de trabajo."
"Η προσωρινότητα δημιουργεί αβεβαιότητα στην ομάδα εργασίας."
"El proceso de interinidad debe ser claramente definido."
"Η διαδικασία προσωρινότητας πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη."
"Durante la interinidad de la administración, se hicieron muchos cambios."
"Κατά την προσωρινότητα της διοίκησης, έγιναν πολλές αλλαγές."
Ετυμολογία της λέξης
Η λέξη "interinidad" προέρχεται από το λατινικό "interinus", που σημαίνει "ενδιάμεσος" ή "προσωρινός", συνδυασμένο με το επίθημα "-idad" το οποίο δηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.