Το "interino" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "interino" στη διεθνή φωνητική αλφαβητική είναι: /in.te.ˈɾi.no/
Η λέξη "interino" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που εκτελεί προσωρινά μία θέση ή καθήκον, συνήθως όταν η κανονική θέση είναι κενή ή ο κανονικός υπάλληλος δεν είναι διαθέσιμος. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί σε επαγγελματικά και νομικά συμφραζόμενα, καθώς και σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συχνότητα χρήσης: η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε επίσημα και διοικητικά κείμενα.
El profesor interino asumió la clase mientras el titular estaba de vacaciones.
(Ο προσωρινός καθηγητής ανέλαβε την τάξη ενώ ο κανονικός ήταν σε διακοπές.)
La empresa contrató a un interino para cubrir la baja de una empleada.
(Η εταιρεία προσέλαβε έναν αναπληρωτή για να καλύψει την απουσία μίας υπαλλήλου.)
Η λέξη "interino" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον επαγγελματικό και διοικητικό τομέα:
Interino de lujo
(Προσωρινός υπάλληλος πρώτης κατηγορίας) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον αναπληρωτή που έχει εξαιρετικές ικανότητες.
"El interino de lujo mejoró radicalmente los resultados del equipo."
(Ο προσωρινός υπάλληλος πρώτης κατηγορίας βελτίωσε ριζικά τα αποτελέσματα της ομάδας.)_
Interino a prueba
(Προσωρινός υπό δοκιμή) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον αναπληρωτή που αξιολογείται για τη θέση μόνιμα.
"El interino a prueba tendrá que demostrar sus capacidades en los próximos meses."
(Ο προσωρινός υπό δοκιμή θα πρέπει να αποδείξει τις ικανότητές του στους επόμενους μήνες.)_
Interino por necesidad
(Προσωρινός λόγω ανάγκης) - Αναφέρεται σε κάποιον που έχει αναλάβει προσωρινή θέση λόγω ειδικών συνθηκών.
"Se convirtió en interino por necesidad cuando el director se enfermó."
(Έγινε προσωρινός λόγω ανάγκης όταν ο διευθυντής αρρώστησε.)_
Η λέξη "interino" προέρχεται από τα λατινικά "interinus", που σημαίνει "ενδιάμεσος" ή "προσωρινός". Αυτή η ετυμολογία επισημαίνει την προσωρινότητα και την αναπληρωματικότητα που ενσωματώνει η έννοια.