Interior είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /in.teˈɾi.oɾ/
Η λέξη interior αναφέρεται σε οτιδήποτε είναι εσωτερικό ή στο εσωτερικό ενός πράγματος. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, είτε για να περιγράψει φυσικούς χώρους, είτε ως μεταφορά για συναισθήματα ή σκέψεις. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρά προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο λόγω της επίσημης φύσης των συζητήσεων γύρω από τα εσωτερικά θέματα.
Η εσωτερική πλευρά του σπιτιού είναι πολύ φιλόξενη.
El diseño del interior del vehículo es moderno y funcional.
Ο σχεδιασμός του εσωτερικού του οχήματος είναι μοντέρνος και λειτουργικός.
Ella confió en su interior para tomar la decisión correcta.
Στα Ισπανικά, η λέξη interior χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να κάνω ένα ταξίδι στο εσωτερικό (να διερευνήσω τα εσωτερικά μου).
Luchar contra mi interior.
Να παλέψω με τον εσωτερικό μου εαυτό.
Conocer mi verdadero interior.
Να γνωρίσω τον αληθινό μου εαυτό.
El interior de uno dice mucho de su personalidad.
Η λέξη interior προέρχεται από τα Λατινικά "interior", που σημαίνει "εσωτερικός". Το ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια της εσωτερίκευσης και της εμβάθυνσης.
Συνώνυμα: - Interno - Estructural (σε συγκεκριμένα πλαίσια)
Αντώνυμα: - Exterior - Externo
Αυτά τα στοιχεία συναποτελούν την πληροφορία για τη λέξη interior στη γλώσσα Ισπανικά.