Interlocutor είναι ουσιαστικό (el interlocutor).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "interlocutor" είναι /interloˈkutor/.
Η λέξη "interlocutor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που συμμετέχει σε μια συνομιλία ή διάλογο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημους ή ακαδημαϊκούς τομείς, όπως το δίκαιο και τη φιλοσοφία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
"El interlocutor mantuvo una actitud abierta durante la discusión."
(Ο συνομιλητής διατήρησε μια ανοιχτή στάση κατά τη διάρκεια της συζήτησης.)
"Es importante escuchar a cada interlocutor en una negociación."
(Είναι σημαντικό να ακούς κάθε συνομιλητή σε μια διαπραγμάτευση.)
"El abogado actuó como interlocutor entre las partes involucradas."
(Ο δικηγόρος ενήργησε ως συνομιλητής μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.)
Η λέξη "interlocutor" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
1. "Encontrar un interlocutor adecuado es clave en una mediación."
(Η εύρεση ενός κατάλληλου συνομιλητή είναι κλειδί σε μια μεσολάβηση.)
"El interlocutor estratégico puede cambiar el rumbo de la negociación."
(Ο στρατηγικός συνομιλητής μπορεί να αλλάξει την πορεία της διαπραγμάτευσης.)
"No hay que subestimar el papel del interlocutor en las relaciones públicas."
(Δεν πρέπει να υποεκτιμάμε τον ρόλο του συνομιλητή στις δημόσιες σχέσεις.)
"Un buen interlocutor es esencial para una comunicación efectiva."
(Ένας καλός συνομιλητής είναι απαραίτητος για μια αποτελεσματική επικοινωνία.)
"La falta de un interlocutor claro puede llevar a malentendidos."
(Η απουσία ενός σαφούς συνομιλητή μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.)
Η λέξη "interlocutor" προέρχεται από τα λατινικά "interlocut-", το οποίο σημαίνει "αυτός που μιλάει μεταξύ". Συνδυάζει το "inter" (μεταξύ) και "loqui" (μιλώ).
Συνώνυμα: - Conversador (συνομιλητής) - Dialogante (διάλογος)
Αντώνυμα: - Silencioso (σιωπηλός) - Ininterrumpido (χωρίς διάλειμμα)