Η λέξη "intermediario" αναφέρεται συνήθως σε ένα πρόσωπο ή έναν οργανισμό που λειτουργεί ως μεσολαβητής μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, διευκολύνοντας επικοινωνίες ή συναλλαγές. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών, του εμπορίου, της νομικής, καθώς και σε καταστάσεις όπου απαιτείται διαμεσολάβηση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αν και υπάρχει και προφορική χρήση.
El intermediario facilitó la negociación entre ambas partes.
(Ο μεσολαβητής διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών.)
En muchas transacciones comerciales, se necesita un intermediario.
(Σε πολλές εμπορικές συναλλαγές, απαιτείται ένας μεσολαβητής.)
El papel del intermediario es fundamental en esta relación comercial.
(Ο ρόλος του μεσολαβητή είναι θεμελιώδης σε αυτή τη εμπορική σχέση.)
Η λέξη "intermediario" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί σε πιο γενικές φράσεις. Ωστόσο, ακολουθούν ορισμένες προτάσεις που εμπεριέχουν τη λέξη:
Ser un intermediario efectivo es clave para una buena comunicación.
(Να είσαι ένας αποτελεσματικός μεσολαβητής είναι κλειδί για καλή επικοινωνία.)
El intermediario puede influir en los resultados de la negociación.
(Ο μεσολαβητής μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης.)
A veces, es difícil encontrar un intermediario de confianza.
(Κάποιες φορές, είναι δύσκολο να βρεις έναν αξιόπιστο μεσολαβητή.)
Η λέξη "intermediario" προέρχεται από το λατινικό "intermediarius", που σημαίνει "ενδιάμεσος". Η ρίζα "inter-" σημαίνει "μεταξύ", μαζί με την κατάληξη "-ario" που υποδηλώνει ρόλο ή σχέση.
Με αυτές τις πληροφορίες, η λέξη "intermediario" προσφέρει μια ευρεία κατανόηση του ρόλου και της σημασίας της στη γλώσσα Ισπανικά.