Η λέξη "interminable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "interminable" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.teɾˈmi.na.βle/
Η λέξη "interminable" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - ατελείωτος - ατέρμων - ατελείωτη σειρά
Η λέξη "interminable" δηλώνει κάτι που δεν έχει τέλος ή διαρκεί πολύ περισσότερο από ότι αναμένεται. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή γεγονότα που φαίνονται να είναι ατελείωτα ή κουραστικά. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με πιθανώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό.
Η συνάντηση ήταν ατελείωτη και όλοι ήμασταν κουρασμένοι.
El tráfico en la ciudad parece interminable a esta hora.
Η λέξη "interminable" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις, δείχνοντας μια κατάσταση που είναι εξαιρετικά βαρετή ή επίπονη.
Μερικές φορές οι δουλειές του σπιτιού γίνονται ατέλειωτες.
Su charla sobre política resultó interminable.
Η ομιλία του για την πολιτική αποδείχθηκε ατελείωτη.
Este libro es tan denso que parece interminable.
Αυτό το βιβλίο είναι τόσο πυκνό που φαίνεται ατέλειωτο.
Estar en un tráfico interminable es realmente frustrante.
Να είσαι σε ατελείωτη κυκλοφορία είναι πραγματικά απογοητευτικό.
La espera en el aeropuerto fue interminable.
Η αναμονή στο αεροδρόμιο ήταν ατελείωτη.
Las clases de matemáticas a veces se sienten interminables.
Η λέξη "interminable" προέρχεται από τα λατινικά "interminabilis", όπου "inter-" σημαίνει "μεταξύ" και "terminabilis" προέρχεται από το "terminare" που σημαίνει "να τερματίσει". Έτσι, η έννοιά της ενσωματώνει την έννοια του "να μην έχει τέλος".