Η λέξη "intermitente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /intermiˈtente/
Η λέξη "intermitente" σημαίνει κάτι που συμβαίνει ή εμφανίζεται περιστασιακά ή με διαλείμματα. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συμπτώματα ή διαδικασίες που δεν είναι συνεχείς, αλλά που εμφανίζονται περιοδικά. Η συχνότητα χρήσης σε περιβάλλοντα ιατρικής είναι σχετικά υψηλή, ενώ γενικά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό κείμενο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Los doloros intermitentes pueden ser un síntoma de un problema de salud. - Ο διακεκομμένος πόνος μπορεί να είναι σύμπτωμα ενός προβλήματος υγείας.
Αν και η λέξη "intermitente" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε διακοπές και διαλείμματα:
Ο πόνος ήταν διακοπτόμενος, εμφανιζόμενος και εξαφανιζόμενος κατά τη διάρκεια της ημέρας.
La luz del semáforo era intermitente, causando confusión entre los conductores.
Το φως του φωτεινού σηματοδότη ήταν διαλείπον, προκαλώντας σύγχυση στους οδηγούς.
Sus visitas eran intermitentes, a veces venía una vez al mes.
Η λέξη "intermitente" προέρχεται από το λατινικό "intermittens", που σημαίνει "διακόπτοντας". Η ρίζα "inter-" σημαίνει "μεταξύ" και το "-mittere" σημαίνει "στέλνω, αφήνω".
Συνώνυμα: - discontinuo - ocasional
Αντώνυμα: - continuo - ininterrumpido