intermitente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intermitente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "intermitente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /intermiˈtente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "intermitente" σημαίνει κάτι που συμβαίνει ή εμφανίζεται περιστασιακά ή με διαλείμματα. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συμπτώματα ή διαδικασίες που δεν είναι συνεχείς, αλλά που εμφανίζονται περιοδικά. Η συχνότητα χρήσης σε περιβάλλοντα ιατρικής είναι σχετικά υψηλή, ενώ γενικά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό κείμενο.

Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Los doloros intermitentes pueden ser un síntoma de un problema de salud. - Ο διακεκομμένος πόνος μπορεί να είναι σύμπτωμα ενός προβλήματος υγείας.

  1. La lluvia es intermitente hoy, así que lleva un paraguas.
  2. Η βροχή είναι διαλείπουσα σήμερα, γι' αυτό φέρε ομπρέλα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "intermitente" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε διακοπές και διαλείμματα:

  1. El dolor fue intermitente, apareciendo y desapareciendo durante el día.
  2. Ο πόνος ήταν διακοπτόμενος, εμφανιζόμενος και εξαφανιζόμενος κατά τη διάρκεια της ημέρας.

  3. La luz del semáforo era intermitente, causando confusión entre los conductores.

  4. Το φως του φωτεινού σηματοδότη ήταν διαλείπον, προκαλώντας σύγχυση στους οδηγούς.

  5. Sus visitas eran intermitentes, a veces venía una vez al mes.

  6. Οι επισκέψεις του ήταν διαλείπουσες, μερικές φορές ερχόταν μία φορά το μήνα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "intermitente" προέρχεται από το λατινικό "intermittens", που σημαίνει "διακόπτοντας". Η ρίζα "inter-" σημαίνει "μεταξύ" και το "-mittere" σημαίνει "στέλνω, αφήνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - discontinuo - ocasional

Αντώνυμα: - continuo - ininterrumpido



22-07-2024