Internacional είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [in.teɾ.na.θjoˈnal]
Η λέξη internacional χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που αφορά ή εκτείνεται σε πολλές χώρες ή έθνη. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικούς, πολιτικούς, εμπορικούς και πολιτιστικούς συμφρασμούς. Η συχνότητά της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε θεματικές συζητήσεις που αφορούν διεθνείς σχέσεις, εμπόριο ή συνεργασία μεταξύ χωρών.
(Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.)
La conferencia internacional se llevará a cabo en Madrid.
(Η διεθνής διάσκεψη θα διεξαχθεί στη Μαδρίτη.)
Estudiar relaciones internacionales es fundamental en el mundo globalizado.
(Διεθνή δικαιώματα): Αναφέρεται στα δικαιώματα που προστατεύονται από διεθνείς νόμους και συμφωνίες.
Ejemplo: "Los derechos internacionales son fundamentales para la paz global."
(Τα διεθνή δικαιώματα είναι θεμελιώδη για την παγκόσμια ειρήνη.)
Relaciones internacionales
(Διεθνείς σχέσεις): Αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ κρατών και οργανισμών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ejemplo: "Las relaciones internacionales son clave para la cooperación global."
(Οι διεθνείς σχέσεις είναι κλειδί για τη διεθνή συνεργασία.)
Mercado internacional
(Διεθνής αγορά): Αναφέρεται στην αγορά που περιλαμβάνει εμπορικές δραστηριότητες μεταξύ χωρών.
Ejemplo: "El mercado internacional ofrece muchas oportunidades para los exportadores."
Η λέξη internacional προέρχεται από τη λατινική λέξη inter που σημαίνει «μεταξύ» και natio που σημαίνει «έθνος». Επομένως, η λέξη ουσιαστικά περιγράφει κάτι που διασχίζει ή συνδέει έθνη.
Συνώνυμα: - mundial - global - transnacional
Αντώνυμα: - nacional - local
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης internacional στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη συνάφεια της σε διάφορες περιστάσεις και ιδιωματικές εκφράσεις.