Το "internar" είναι ρήμα στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "internar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [in.teʁˈnaɾ]
Η λέξη "internar" σημαίνει συνήθως την πράξη της εισαγωγής ή της νοσηλείας ατόμου σε κάποια κλινική ή νοσοκομείο. Χρησιμοποιείται ευρέως στον ιατρικό τομέα, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην αναγκαστική εισαγωγή ασθενών λόγω σοβαρών καταστάσεων ή ασθενειών. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά εμφανίζεται στα ιατρικά κείμενα και τις συζητήσεις.
El médico decidió internar al paciente debido a su condición crítica.
Ο γιατρός αποφάσισε να νοσηλεύσει τον ασθενή λόγω της κρίσιμης κατάστασής του.
Es importante internar a los pacientes con enfermedades mentales para su tratamiento adecuado.
Είναι σημαντικό να εισάγουμε τους ασθενείς με ψυχικές ασθένειες για τη σωστή τους θεραπεία.
Η λέξη "internar" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε ιατρικά και κοινωνικά συμφραζόμενα:
Internar a alguien por su seguridad.
Να εισαγάγουμε κάποιον για την ασφάλειά του.
El hospital tiene que internar urgentemente a varios pacientes.
Το νοσοκομείο πρέπει να νοσηλεύσει επειγόντως αρκετούς ασθενείς.
Decidieron internar al joven después del episodio violento.
Αποφάσισαν να εισάγουν τον νέο μετά το βίαιο επεισόδιο.
No siempre es fácil internar a alguien contra su voluntad.
Δεν είναι πάντα εύκολο να εισαγάγουμε κάποιον με το ζόρι.
El protocolo indica internar a los afectados por la epidemia.
Το πρωτόκολλο προβλέπει την εισαγωγή των επηρεαζόμενων από την επιδημία.
Η λέξη "internar" προέρχεται από την λατινική λέξη "internare", που σημαίνει "να εισάγεις, να περιορίζεις" και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται κυρίως σε ιατρικά ή θεραπευτικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - introducir - hospedar (σε ιατρικό πλαίσιο)
Αντώνυμα: - liberar (να απελευθερώσω) - sacar (να βγάλω)