Το "interpelar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "interpelar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [in.teɾ.peˈlaɾ]
Η λέξη "interpelar" μπορεί να μεταφραστεί ως: - α. "παρεμβαίνω" - β. "ερωτώ" - γ. "καλείω σε λογαριασμό"
Το "interpelar" στα ισπανικά σημαίνει να ζητάς από κάποιον να απαντήσει ή να εξηγήσει κάτι, συχνά με επίσημο ή νομικό τρόπο. Χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και κυρίως συγκεντρώνεται σε πιο επίσημα πλαίσια όπως νομικές διαδικασίες ή κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες συζητήσεις.
Ο δικηγόρος αποφάσισε να παρακαλέσει τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της δίκης.
En la reunión, el presidente decidió interpelar a los miembros del consejo sobre el presupuesto.
Στη συνεδρίαση, ο πρόεδρος αποφάσισε να ζητήσει από τα μέλη του συμβουλίου για τον προϋπολογισμό.
Es importante interpelar a los responsables antes de tomar una decisión.
Η λέξη "interpelar" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά πλαίσια.
Μετάφραση: Να παρεμβαίνεις σε κάποιον στο κοινοβούλιο.
Interpelar la atención
Μετάφραση: Να ζητήσεις την προσοχή.
Interpelar a las autoridades
Μετάφραση: Να καλέσεις τις αρχές σε λογαριασμό.
Interpelar con preguntas
Μετάφραση: Να ζητήσεις διευκρινίσεις μέσω ερωτήσεων.
Interpelar sobre un tema
Η λέξη "interpelar" προέρχεται από το λατινικό "interpellare," το οποίο σημαίνει "να διακόψεις κάποιον με ερωτήσεις" ή "να προσκαλέσεις να απαντήσει."
Συνώνυμα: - Cuestionar (να ρωτήσω) - Preguntar (να ρωτήσω) - Convocar (να καλέσω)
Αντώνυμα: - Ignorar (να αγνοήσω) - Abstenerse (να απέχω) - Silenciar (να σιωπήσω)