interpelar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interpelar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "interpelar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "interpelar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [in.teɾ.peˈlaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "interpelar" μπορεί να μεταφραστεί ως: - α. "παρεμβαίνω" - β. "ερωτώ" - γ. "καλείω σε λογαριασμό"

Σημασία της λέξης

Το "interpelar" στα ισπανικά σημαίνει να ζητάς από κάποιον να απαντήσει ή να εξηγήσει κάτι, συχνά με επίσημο ή νομικό τρόπο. Χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και κυρίως συγκεντρώνεται σε πιο επίσημα πλαίσια όπως νομικές διαδικασίες ή κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El abogado decidió interpelar a los testigos en el juicio.
  2. Ο δικηγόρος αποφάσισε να παρακαλέσει τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της δίκης.

  3. En la reunión, el presidente decidió interpelar a los miembros del consejo sobre el presupuesto.

  4. Στη συνεδρίαση, ο πρόεδρος αποφάσισε να ζητήσει από τα μέλη του συμβουλίου για τον προϋπολογισμό.

  5. Es importante interpelar a los responsables antes de tomar una decisión.

  6. Είναι σημαντικό να ζητήσουμε λόγο από τους υπεύθυνους πριν πάρουμε μια απόφαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "interpelar" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά πλαίσια.

  1. Interpelar a alguien en el parlamento
  2. Να ζητήσεις λόγο από κάποιον στο κοινοβούλιο.
  3. Μετάφραση: Να παρεμβαίνεις σε κάποιον στο κοινοβούλιο.

  4. Interpelar la atención

  5. Να τραβήξεις την προσοχή.
  6. Μετάφραση: Να ζητήσεις την προσοχή.

  7. Interpelar a las autoridades

  8. Να ρωτήσεις τις αρχές.
  9. Μετάφραση: Να καλέσεις τις αρχές σε λογαριασμό.

  10. Interpelar con preguntas

  11. Να κάνεις ερωτήσεις.
  12. Μετάφραση: Να ζητήσεις διευκρινίσεις μέσω ερωτήσεων.

  13. Interpelar sobre un tema

  14. Να ρωτήσεις για ένα θέμα.
  15. Μετάφραση: Να ζητήσεις εξηγήσεις για ένα θέμα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "interpelar" προέρχεται από το λατινικό "interpellare," το οποίο σημαίνει "να διακόψεις κάποιον με ερωτήσεις" ή "να προσκαλέσεις να απαντήσει."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Cuestionar (να ρωτήσω) - Preguntar (να ρωτήσω) - Convocar (να καλέσω)

Αντώνυμα: - Ignorar (να αγνοήσω) - Abstenerse (να απέχω) - Silenciar (να σιωπήσω)



23-07-2024