Το "interponer" είναι ρήμα.
/inteɾpoˈneɾ/
Το "interponer" χρησιμοποιείται κυρίως για τη διαδικασία του να τοποθετεί κανείς κάτι ανάμεσα σε δύο οντότητες ή να υποβάλλει κάποιο έγγραφο ή αίτηση. Στη νομική ορολογία, αναφέρεται συχνά στην υποβολή νομικών εγγράφων ή προσφυγών. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
Ο δικηγόρος αποφάσισε να υποβάλει μια προσφυγή στο δικαστήριο.
Es necesario interponer una queja si el servicio no es satisfactorio.
Είναι απαραίτητο να υποβληθεί μια καταγγελία αν η υπηρεσία δεν είναι ικανοποιητική.
Ella decidió interponer una demanda por despido injustificado.
Η λέξη "interponer" δεν χρησιμοποιείται σε πολλούς ιδιωματικούς τύπους, αλλά συνδέεται κυρίως με νομικές ή τυπικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Υποβολή προσφυγής προστασίας. (Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε νομική διαδικασία προκειμένου να διασφαλιστούν δικαιώματα.)
Interponer una denuncia.
Υποβολή μήνυσης. (Αναφέρεται στο διαδικαστικό βήμα της μήνυσης.)
Es posible interponer un juicio.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "interponere", που σημαίνει "τοποθετώ ανάμεσα" (inter- για "μεταξύ" και ponere για "τοποθετώ").
introducir (εισάγω)
Αντώνυμα:
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "interponer", καθώς και των χρήσεών της στη γλώσσα Ισπανικά.