interponer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interponer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "interponer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/inteɾpoˈneɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "interponer" χρησιμοποιείται κυρίως για τη διαδικασία του να τοποθετεί κανείς κάτι ανάμεσα σε δύο οντότητες ή να υποβάλλει κάποιο έγγραφο ή αίτηση. Στη νομική ορολογία, αναφέρεται συχνά στην υποβολή νομικών εγγράφων ή προσφυγών. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El abogado decidió interponer un recurso ante el tribunal.
  2. Ο δικηγόρος αποφάσισε να υποβάλει μια προσφυγή στο δικαστήριο.

  3. Es necesario interponer una queja si el servicio no es satisfactorio.

  4. Είναι απαραίτητο να υποβληθεί μια καταγγελία αν η υπηρεσία δεν είναι ικανοποιητική.

  5. Ella decidió interponer una demanda por despido injustificado.

  6. Αυτή αποφάσισε να υποβάλει μια αγωγή για άδικο απόλυση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "interponer" δεν χρησιμοποιείται σε πολλούς ιδιωματικούς τύπους, αλλά συνδέεται κυρίως με νομικές ή τυπικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Interponer un recurso de amparo.
  2. Υποβολή προσφυγής προστασίας. (Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε νομική διαδικασία προκειμένου να διασφαλιστούν δικαιώματα.)

  3. Interponer una denuncia.

  4. Υποβολή μήνυσης. (Αναφέρεται στο διαδικαστικό βήμα της μήνυσης.)

  5. Es posible interponer un juicio.

  6. Είναι δυνατόν να υποβληθεί μια αγωγή. (Αναφέρεται στην νομική διαδικασία που σχετίζεται με διαφορές.)

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "interponere", που σημαίνει "τοποθετώ ανάμεσα" (inter- για "μεταξύ" και ponere για "τοποθετώ").

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "interponer", καθώς και των χρήσεών της στη γλώσσα Ισπανικά.



22-07-2024