Η λέξη interponerse είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στη Διεθνή Φωνητική Αλφάβητο: /interpoˈneɾse/
Η λέξη interponerse σημαίνει να παρεμβαίνει ή να εισάγεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες οντότητες ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των νομικών και πολιτικών συμφραζομένων, αλλά και σε προφορικό και γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή σε επίσημες και ακαδημαϊκές καταστάσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συνομιλίες.
Ακολουθούν 2-3 παραδειγματικές προτάσεις:
No debería interponerse entre ellos.
(Δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνεις ανάμεσά τους.)
El mediador intentará interponerse en el conflicto.
(Ο μεσολαβητής θα προσπαθήσει να παρέμβει στη διαμάχη.)
Es difícil interponerse en una conversación tan intensa.
(Είναι δύσκολο να παρεμβάλεις σε μια τόσο έντονη συζήτηση.)
Η λέξη interponerse εμφανίζεται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Interponerse en el camino de alguien.
(Παρεμβαίνω στο δρόμο κάποιου.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να εμποδίσει ή να διακόψει τις ενέργειες κάποιου άλλου.
No dejas que nada se interponda en tus sueños.
(Μην αφήνεις τίποτα να παρεμβάλλεται στα όνειρά σου.)
Υποδηλώνει την ανάγκη να παραμείνεις προσηλωμένος στους στόχους σου.
Si interpones tus intereses personales, perderás la confianza.
(Αν βάλεις τα προσωπικά σου συμφέροντα, θα χάσεις την εμπιστοσύνη.)
Οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σκεπτόμενες παρεμβάσεις μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες.
Η λέξη interponerse προέρχεται από τη λατινική λέξη "interponere", που σημαίνει "βάζω ανάμεσα". Το "inter-" σημαίνει "ανάμεσα" και το "ponere" σημαίνει "θέτω".
Συνώνυμα: - Mediar (μεσολαβώ) - Interceder (παρεμβαίνω)
Αντώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Retirarse (απομακρύνομαι)