Ρήμα
/inteɾpɾeˈtaɾ/
Η λέξη "interpretar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ερμηνείας, ανάλυσης ή μεταφοράς νοημάτων από μία γλώσσα σε άλλη. Στους τομείς του δικαίου και του στρατού, η σημασία της γίνεται πιο συγκεκριμένη. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται στην ερμηνεία νόμων και κανονισμών, ενώ στον στρατιωτικό τομέα αναφέρεται στην ερμηνεία στρατηγικών ή εντολών. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε καθημερινό πλαίσιο, καθώς και σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Ella tiene que interpretar el contrato antes de firmarlo.
(Αυτή πρέπει να ερμηνεύσει το συμβόλαιο πριν το υπογράψει.)
Los traductores deben interpretar correctamente los documentos legales.
(Οι μεταφραστές πρέπει να ερμηνεύσουν σωστά τα νομικά έγγραφα.)
Es importante interpretar las órdenes del comandante con claridad.
(Είναι σημαντικό να ερμηνεύετε τις εντολές του διοικητή με σαφήνεια.)
Πρόταση: A veces es necesario interpretar entre líneas para entender el verdadero mensaje.
(Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να ερμηνεύουμε μεταξύ γραμμών για να κατανοήσουμε το πραγματικό μήνυμα.)
Interpretar un papel.
(Ερμηνεύω έναν ρόλο - χρησιμοποιείται στον χώρο του θεάτρου ή του κινηματογράφου.)
Πρόταση: Ella tuvo que interpretar un papel muy difícil en la obra.
(Αυτή έπρεπε να ερμηνεύσει έναν πολύ δύσκολο ρόλο στην παράσταση.)
Interpretar la realidad.
(Ερμηνεύω την πραγματικότητα - αναφέρεται στην κατανόηση ή αντίληψη της πραγματικότητας.)
Η λέξη "interpretar" προέρχεται από το λατινικό "interpretari", που σημαίνει "ερμηνεύω" ή "αφηγούμαι".
Συνώνυμα: - Desentrañar (αποκαλύπτω) - Analizar (αναλύω) - Traducir (μεταφράζω)
Αντώνυμα: - Confundir (μπερδεύω) - Ignorar (αγνοώ)
Η λέξη "interpretar" έχει ευρύ φάσμα χρήσης και σημασίας σε διαφορετικούς τομείς, όπως το δίκαιο και το στρατό, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα. Πέρα από τις βασικές της σημασίες, ενσωματώνει και ιδιωματικές εκφράσεις που πλούτιζουν τον τρόπο επικοινωνίας.