Η λέξη "interrogador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [interroɣaˈðoɾ]
Η λέξη "interrogador" αναφέρεται σε ένα άτομο που διενεργεί ανακρίσεις ή εξετάσεις, συνήθως σε νομικό ή αστυνομικό πλαίσιο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον άνθρωπο που προσπαθεί να αποκτήσει πληροφορίες μέσω ερωτήσεων. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη, την αστυνομία ή την έρευνα.
Ο εξεταστής έκανε πολλές ερωτήσεις για να αποκτήσει περισσότερες πληροφορίες.
El interrogador utilizó técnicas de persuasión para conseguir la verdad.
Ο ανακριτής χρησιμοποίησε τεχνικές πειθούς για να αποκτήσει την αλήθεια.
Durante la sesión, el interrogador mostró ser muy perspicaz.
Η λέξη "interrogador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις σε σύγκριση με άλλες λέξεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις που σχετίζονται με ανακρίσεις ή αστυνομικές διαδικασίες.
Ο ανακριτής της αστυνομίας είχε άμεση προσέγγιση.
Como interrogador, su trabajo era recopilar pruebas.
Ως εξεταστής, η δουλειά του ήταν να συλλέγει αποδείξεις.
El interrogador mantuvo la presión sobre el sospechoso.
Ο εξεταστής διατήρησε την πίεση στον ύποπτο.
La habilidad del interrogador es crucial en un caso complicado.
Η ικανότητα του εξεταστή είναι κρίσιμη σε μια δύσκολη υπόθεση.
Un buen interrogador sabe cuándo hacer una pausa.
Η λέξη "interrogador" προέρχεται από το λατινικό "interrogare", που σημαίνει "να ρωτήσω" ή "να ερωτώ". Η κατάληξη "-dor" υποδηλώνει την ενέργεια ή τον φορέα που εκτελεί την πράξη του ρωτήματος.