Η λέξη "interrogar" στα ισπανικά σημαίνει την πράξη του να ρωτάς κάποιον, συνήθως με την πρόθεση να αποκτήσεις πληροφορίες ή να ελέγξεις κάποιες λεπτομέρειες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και στρατιωτικά συμφραζόμενα, όπου μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία ανάκρισης ενός μάρτυρα ή υπόπτου. Στη γενική καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και μπορεί να έχει μια πιο απλή έννοια του απλού ρωτήματος.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά συμφραζόμενα όπως νομικά έγγραφα ή μυθιστορήματα αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ο αστυνομικός αποφάσισε να ρωτήσει τον μάρτυρα.
Es importante interrogar adecuadamente a los sospechosos.
Είναι σημαντικό να ανακρίνουμε κατάλληλα τους υπόπτους.
Los abogados necesitan interrogar a los expertos antes del juicio.
Η λέξη "interrogar" δεν χρησιμοποιείται πάντα σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πολλές σχετικές φράσεις που αναφέρονται στη διαδικασία της έρευνας ή της εξέτασης.
Να ανακρίνεις υπό πίεση.
Interrogar a fondo.
Να εξετάσεις σε βάθος.
Interrogar con tacto.
Να ρωτήσεις με προσοχή.
Interrogar sin piedad.
Να ανακρίνεις χωρίς έλεος.
Interrogar en un entorno amigable.
Η λέξη "interrogar" προέρχεται από το Λατινικό "interrogare", το οποίο σημαίνει "ρωτώ", "εξετάζω". Η ρίζα "inter-" σημαίνει "ανάμεσα" και "rogare" σημαίνει "ρωτώ".
examinar (εξετάζω)
Αντώνυμα: