Το "interrogativo" είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.
/inteɾoɣaˈtivo/
Η λέξη "interrogativo" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την ερώτηση ή με την πράξη της ρωτήσεως. Στην Ισπανική γλώσσα, οι ερωτηματικές λέξεις (όπως π.χ. qué, quién, cómo) είναι κατηγορίες ερωτηματικών. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "interrogativo" είναι μέτρια και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, κυρίως σε εκπαιδευτικά και νομικά κείμενα.
Η εξέταση περιέχει πολλές ερωτηματικές ερωτήσεις.
Es importante formular una pregunta interrogativa para obtener la información correcta.
Είναι μια ερωτηματική αντωνυμία που χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες.
El uso de preguntas interrogativas es esencial en una conversación.
Η χρήση ερωτηματικών ερωτήσεων είναι απαραίτητη σε μια συνομιλία.
Siempre se debe considerar la forma interrogativa de la oración.
Πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ερωτηματική μορφή της πρότασης.
Los adjetivos interrogativos ayudan a detallar la información solicitada.
Τα ερωτηματικά επίθετα βοηθούν στην λεπτομέρεια των ζητούμενων πληροφοριών.
En la gramática, el término interrogativo es fundamental.
Η λέξη "interrogativo" προέρχεται από το Λατινικό "interrogativus", που σημαίνει "αυτό που ρωτά". Η ρίζα "inter-" που σημαίνει "ανάμεσα" και "rogare" που σημαίνει "ρωτώ" υποδηλώνει την έννοια της ερώτησης.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εκτενή επισκόπηση της λέξης "interrogativo" στη γλώσσα Ισπανικά, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων χρήσεών της, παραδειγμάτων και συνθέσεων.