Το "interrumpir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "interrumpir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /inteɾumˈpiɾ/
Η λέξη "interrumpir" σημαίνει να σταματήσουμε κάτι που συμβαίνει ή να διακόψουμε μια διαδικασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και η χρήση του μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως σε νομικά ντοκουμέντα.
Παραδείγματα: 1. Interrumpir una reunión puede ser grosero. - Διακόπτοντας μια συνάντηση μπορεί να είναι αγενές.
Κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "interrumpir" περιλαμβάνουν:
Δεν θέλω να διακόψω τον ύπνο σου, οπότε θα μιλήσω σιωπηλά.
Interrumpir el flujo de trabajo.
Οτιδήποτε διακόπτει τη ροή της δουλειάς πρέπει να αποφεύγεται.
Interrumpir el discurso.
Η λέξη "interrumpir" προέρχεται από τις λατινικές ρίζες "inter-" (μεταξύ) και "rumpere" (σπάω).
Συνώνυμα: - intercalar - detener - suspender
Αντώνυμα: - continuar - proseguir - seguir