interrumpir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interrumpir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "interrumpir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "interrumpir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /inteɾumˈpiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "interrumpir" σημαίνει να σταματήσουμε κάτι που συμβαίνει ή να διακόψουμε μια διαδικασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και η χρήση του μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως σε νομικά ντοκουμέντα.

Παραδείγματα: 1. Interrumpir una reunión puede ser grosero. - Διακόπτοντας μια συνάντηση μπορεί να είναι αγενές.

  1. Es importante no interrumpir a los demás cuando hablan.
  2. Είναι σημαντικό να μην διακόπτουμε τους άλλους όταν μιλούν.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "interrumpir" περιλαμβάνουν:

  1. Interrumpir el sueño de alguien.
  2. Να διακόψεις τον ύπνο κάποιου.
  3. Ejemplo: "No quiero interrumpir tu sueño, así que hablaré en silencio."
  4. Δεν θέλω να διακόψω τον ύπνο σου, οπότε θα μιλήσω σιωπηλά.

  5. Interrumpir el flujo de trabajo.

  6. Να διακόψεις τη ροή της δουλειάς.
  7. Ejemplo: "Cualquier cosa que interrumpa el flujo de trabajo debe ser evitada."
  8. Οτιδήποτε διακόπτει τη ροή της δουλειάς πρέπει να αποφεύγεται.

  9. Interrumpir el discurso.

  10. Να διακόψεις την ομιλία.
  11. Ejemplo: "Fue inapropiado interrumpir el discurso del presidente."
  12. Ήταν ακατάλληλο να διακόψω την ομιλία του προεδρεύοντα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "interrumpir" προέρχεται από τις λατινικές ρίζες "inter-" (μεταξύ) και "rumpere" (σπάω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - intercalar - detener - suspender

Αντώνυμα: - continuar - proseguir - seguir



22-07-2024