Το "interruptor" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "interruptor" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [in.te.ˈɾup.toɾ].
Στα Ισπανικά, η λέξη "interruptor" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει ή να κλείνει μια ηλεκτρική κυκλωματική διαδρομή. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να επηρεάσει τη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος σ' ένα κύκλωμα. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ηλεκτρολογίας και της μηχανικής.
Η λέξη "interruptor" χρησιμοποιείται συχνά στο προφορικό και γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές συζητήσεις και ηλεκτρολογικά θέματα.
El interruptor de la luz está al lado de la puerta.
(Ο διακόπτης του φώτου είναι δίπλα στην πόρτα.)
Necesitamos cambiar el interruptor que está roto.
(Πρέπει να αλλάξουμε τον διακόπτη που είναι σπασμένος.)
Puedes usar el interruptor para encender la lámpara.
(Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον διακόπτη για να ανάψεις την λάμπα.)
Η λέξη "interruptor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία της:
"Dar un giro al interruptor"
(Να γυρίσεις τον διακόπτη.)
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει μια αλλαγή στην κατάσταση ή την πορεία κάποιου θέματος.
"Apagar el interruptor de los problemas"
(Να κλείσεις τον διακόπτη των προβλημάτων.)
Μια έκφραση που σημαίνει να προσπαθήσεις να απομακρυνθείς από τις δυσκολίες.
"El interruptor está encadenado al destino"
(Ο διακόπτης είναι αλυσοδεμένος με την μοίρα.)
Ο τρόπος αυτός να εκφράζεται υποδηλώνει ότι οι επιλογές μας επηρεάζουν την κατεύθυνση της ζωής μας.
"No seas un interruptor en la fiesta"
(Μη γίνεσαι διακόπτης στη γιορτή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που παρεμποδίζει τη διασκέδαση ή τη θετική ατμόσφαιρα.
Η λέξη "interruptor" προέρχεται από το λατινικό "interrumpere", που σημαίνει "να διακόπτει", και ο σχηματισμός της ακολουθεί τους κανόνες της ισπανικής γλώσσας για τα ουσιαστικά που σχετίζονται με τις δράσεις.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "interruptor" στην ισπανική γλώσσα.