intervenir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

intervenir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "intervenir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/inteɾβeˈniɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "intervenir" στα Ισπανικά σημαίνει να αναλάβεις δράση ή να παρέμβεις σε μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και στρατιωτικά πλαίσια. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερα σε επίσημα κείμενα, όπως νομικές ή ιατρικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El médico decidió intervenir en la operación.
    Ο γιατρός αποφάσισε να παρέμβει στην επέμβαση.

  2. Se deben intervenir las comunicaciones en casos de emergencia.
    Πρέπει να επεμβαίνουν οι επικοινωνίες σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

  3. La policía tuvo que intervenir para restaurar el orden.
    Η αστυνομία έπρεπε να παρέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία

Η λέξη "intervenir" προέρχεται από το λατινικό "intervenire", που σημαίνει "να έρθεις μεταξύ" ή "να παρεμβληθείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024