Το "intervenir" είναι ρήμα.
/inteɾβeˈniɾ/
Η λέξη "intervenir" στα Ισπανικά σημαίνει να αναλάβεις δράση ή να παρέμβεις σε μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και στρατιωτικά πλαίσια. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερα σε επίσημα κείμενα, όπως νομικές ή ιατρικές αναφορές.
El médico decidió intervenir en la operación.
Ο γιατρός αποφάσισε να παρέμβει στην επέμβαση.
Se deben intervenir las comunicaciones en casos de emergencia.
Πρέπει να επεμβαίνουν οι επικοινωνίες σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
La policía tuvo que intervenir para restaurar el orden.
Η αστυνομία έπρεπε να παρέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη.
Intervenir en un conflicto
Να παρέμβεις σε μια διαμάχη.
"El mediador decidió intervenir en el conflicto para encontrar una solución."
Ο μεσολαβητής αποφάσισε να παρέμβει στη διαμάχη για να βρει μια λύση.
Intervenir en una discusión
Να παρέμβεις σε μια συζήτηση.
"No es bueno intervenir en una discusión que no te concierne."
Δεν είναι καλό να παρεμβαίνεις σε μια συζήτηση που δεν σε αφορά.
Intervenir a favor de alguien
Να παρέμβεις υπέρ κάποιου.
"El abogado tuvo que intervenir a favor de su cliente durante el juicio."
Ο δικηγόρος έπρεπε να παρέμβει υπέρ του πελάτη του κατά τη διάρκεια της δίκης.
Η λέξη "intervenir" προέρχεται από το λατινικό "intervenire", που σημαίνει "να έρθεις μεταξύ" ή "να παρεμβληθείς".