interventor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

interventor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "interventor" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "interventor" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.teɾ.βenˈtoɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "interventor" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθούμε σε έναν ατόμο που έχει το καθήκον να επιβλέπει, να ελέγχει ή να ενεργεί σε θέση εξουσίας σε διάφορους τομείς, όπως στη διοίκηση, τη διαχείριση οικονομικών και νομικών υποθέσεων. Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι επίσης κατανοητή στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El interventor revisó todos los documentos de la empresa.
    (Ο επόπτης εξέτασε όλα τα έγγραφα της επιχείρησης.)

  2. El interventor debe asegurarse de que se cumplen todas las normativas.
    (Ο ελεγκτής πρέπει να διασφαλίσει ότι τηρούνται όλοι οι κανονισμοί.)

  3. La reunión fue convocada por el interventor para discutir las nuevas políticas.
    (Η συνάντηση συγκαλέστηκε από τον επιτηρητή για να συζητήσει τις νέες πολιτικές.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "interventor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν ορισμένες σχετικές χρήσεις που αναφέρονται στην επίβλεψη και την εκτελεστική εξουσία.

  1. "Interventor de cuentas"
    (Ελεγκτής λογαριασμών)
  2. El interventor de cuentas verificó la transparencia financiera.
    (Ο ελεγκτής λογαριασμών διαπίστωσε τη χρηματοοικονομική διαφάνεια.)

  3. "Interventor público"
    (Δημόσιος επιτηρητής)

  4. El interventor público es responsable de las auditorías gubernamentales.
    (Ο δημόσιος επιτηρητής είναι υπεύθυνος για τις κυβερνητικές επιθεωρήσεις.)

  5. "Interventor en la administración"
    (Επόπτης στη διοίκηση)

  6. El interventor en la administración aseguró que se respetaran los procedimientos legales.
    (Ο επόπτης στη διοίκηση διασφάλισε ότι τηρούνταν οι νομικές διαδικασίες.)

Ετυμολογία

Η λέξη "interventor" προέρχεται από το λατινικό "intervenor", το οποίο σημαίνει "να παρεμβαίνω" ή "να εμφανίζομαι". Η ρίζα "inter-" σημαίνει "ανάμεσα", και η ρίζα "venire" σημαίνει "να έρθεις", υποδηλώνοντας κάποιον που έρχεται ή μεσολαβεί σε μια κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Epeopti (επόπτης) - Eelentis (ελεγκτής) - Epivlitis (επιτηρητής)

Αντώνυμα: - Ekskluidos (αποκλεισμένος) - Ignorado (παραμελημένος)



23-07-2024