Η λέξη "intestinal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το έντερο. συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής για να αναφερθεί σε καταστάσεις, παθήσεις και λειτουργίες που αφορούν το έντερο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα ή επιστημονικές μελέτες. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αλλά συνήθως οι πιο κοινές αναφορές γίνονται σε γενικούς όρους.
"Los problemas intestinales pueden causar malestar significativo."
(Τα εντερικά προβλήματα μπορεί να προκαλέσουν σημαντική δυσφορία.)
"Es importante mantener una buena salud intestinal."
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε καλή εντερική υγεία.)
"El médico revisó los resultados de la prueba intestinal."
(Ο γιατρός εξέτασε τα αποτελέσματα της εντερικής δοκιμής.)
Η λέξη "intestinal" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες ιατρικές ή επιστημονικές φράσεις που την περιλαμβάνουν.
"La infección intestinal requiere tratamiento inmediato."
(Η εντερική λοίμωξη απαιτεί άμεση θεραπεία.)
"Síndrome intestinal irritable"
(Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου): μία λειτουργική διαταραχή του εντέρου.
"El síndrome intestinal irritable afecta a muchas personas."
(Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου επηρεάζει πολλούς ανθρώπους.)
"Flora intestinal"
(Εντερική χλωρίδα): αναφέρεται στα μικρόβια που ζουν στο έντερο.
Η λέξη "intestinal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "intestinus", που σημαίνει "έντερο". Η ρίζα "intest-" αναφέρεται άμεσα στο έντερο και χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες με παρόμοιες κατασκευές.