intimar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intimar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "intimar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /in.tiˈmaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "intimar" έχει δύο βασικές σημασίες στα Ισπανικά. Στον γενικό τομέα, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την έννοια του να γίνεις πολύ κοντά σε κάποιον ή να αποκτήσεις μια διπλωματική, αλλά και προσωπική σχέση. Στο νομικό πλαίσιο, η λέξη αναφέρεται στην επίσημη ειδοποίηση ή ενημέρωση ενός ατόμου σχετικά με μια νομική υποχρέωση ή διαδικασία. Η χρήση της μπορεί να κυμαίνεται ανάμεσα σε καθημερινές συζητήσεις και νομικές υποθέσεις, ωστόσο περισσότερο χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα λόγω της νομικής της σημασίας.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante intimar con los nuevos socios para facilitar la colaboración.
    Είναι σημαντικό να γνωρίσεις τους νέους εταίρους για να διευκολύνεις τη συνεργασία.

  2. El abogado intimó al demandado a comparecer ante el juez.
    Ο δικηγόρος παρέδωσε στον εναγόμενο την ειδοποίηση να παρευρεθεί ενώπιον του δικαστή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "intimar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις σχετικά με την κοινωνική ή νομική αλληλεπίδραση.

  1. Es fundamental intimar en las relaciones laborales para mejorar el ambiente.
    Είναι θεμελιώδες να γνωρίσεις στις εργασιακές σχέσεις για να βελτιώσεις το περιβάλλον.

  2. El informe intimó a la empresa sobre las irregularidades encontradas.
    Η αναφορά ενημέρωσε την εταιρεία για τις ανωμαλίες που βρέθηκαν.

  3. Quiero intimar con mis colegas para que podamos trabajar mejor juntos.
    Θέλω να γνωρίσω τους συναδέλφους μου για να μπορούμε να συνεργαζόμαστε καλύτερα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "intimar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "intimare", που σημαίνει "να κοινοποιήσεις" ή "να ανακοινώσεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - acercar (να πλησιάσεις) - poner en contacto (να θέσεις σε επαφή)

Αντώνυμα: - distanciar (να απομακρύνεις) - separar (να χωρίσεις)



23-07-2024