intimidad: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /intimiˈðað/
Η λέξη intimidad αναφέρεται στη συνθήκη του να είναι κάποιος κοντά σε άλλους είτε σε προσωπικό είτε σε ψυχολογικό επίπεδο. Σημαίνει την εγγύτητα και την εμπιστοσύνη που υπάρχει στις σχέσεις, καθώς και τη δυνατότητα να διατηρεί κάποιος τη ζωή του ιδιωτική. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να συναντάται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τις προσωπικές σχέσεις ή την ψυχολογία.
"La intimidad en una relación es fundamental para su crecimiento."
"Η οικειότητα σε μια σχέση είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξή της."
"Es importante respetar la intimidad de los demás."
"Είναι σημαντικό να σεβόμαστε την ιδιωτικότητα των άλλων."
Η λέξη intimidad χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, πολλές από τις οποίες σχετίζονται με τις ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα.
"Mantener la intimidad en una pareja es esencial."
"Η διατήρηση της οικειότητας σε ένα ζευγάρι είναι ουσιαστική."
"La intimidad emocional puede fortalecer la confianza."
"Η συναισθηματική οικειότητα μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη."
"A veces, necesitamos más intimidad y menos superficialidad."
"Μερικές φορές, χρειαζόμαστε περισσότερη οικειότητα και λιγότερη επιφανειακότητα."
"La intimidad no se construye de la noche a la mañana."
"Η οικειότητα δεν χτίζεται από τη μια μέρα στην άλλη."
"Disfrutamos de nuestra intimidad en casa."
"Απολαμβάνουμε την ιδιωτικότητα μας στο σπίτι."
Η λέξη intimidad προέρχεται από το λατινικό "intimitas", που σημαίνει "κοντινότητα" ή "ιδιωτικότητα". Συνδέεται με τον όρο "intimus", που σημαίνει "ο πιο κοντινός" ή "ο πιο κρυφός", αναφέροντας έτσι την εγγύτητα μεταξύ ανθρώπων ή την προσωπική ζωή.