Η λέξη "intimidar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "intimidar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.ti.miˈðaɾ/
Η λέξη "intimidar" σημαίνει να προκαλείς φόβο ή να εκφοβίζεις κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου ένα άτομο ή μια ομάδα ασκεί πίεση ή απειλή σε κάποιον άλλον προκειμένου να τον ελέγξει ή να τον κάνει να αισθάνεται ανασφάλεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο άντρας προσπάθησε να εκφοβίσει τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της δίκης.
No dejes que te intimiden en la escuela.
Η λέξη "intimidar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
(Αναφέρεται σε κάποιον που προκαλεί φόβο ή ανασφάλεια απλώς με το βλέμμα του.)
No se debe intimidar a los más débiles.
(Σημαίνει ότι είναι λάθος να εκφοβίζουμε τους ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι.)
Intimidar es una forma de abuso.
(Χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι η εκφοβιστική συμπεριφορά είναι απαράδεκτη.)
Temía que sus palabras pudieran intimidarme.
Η λέξη "intimidar" προέρχεται από το λατινικό "intimidare", το οποίο σημαίνει "να κάνει κάποιον να φοβάται".
Συνώνυμα: - asustar - amedrentar
Αντώνυμα: - tranquilizar - calmar