intimidar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intimidar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "intimidar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "intimidar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.ti.miˈðaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "intimidar" σημαίνει να προκαλείς φόβο ή να εκφοβίζεις κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου ένα άτομο ή μια ομάδα ασκεί πίεση ή απειλή σε κάποιον άλλον προκειμένου να τον ελέγξει ή να τον κάνει να αισθάνεται ανασφάλεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El hombre intentó intimidar a los testigos durante el juicio.
  2. Ο άντρας προσπάθησε να εκφοβίσει τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της δίκης.

  3. No dejes que te intimiden en la escuela.

  4. Μην αφήνεις να σε εκφοβίζουν στο σχολείο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "intimidar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Intimidar con la mirada.
  2. Φοβίζω με το βλέμμα.
  3. (Αναφέρεται σε κάποιον που προκαλεί φόβο ή ανασφάλεια απλώς με το βλέμμα του.)

  4. No se debe intimidar a los más débiles.

  5. Δεν πρέπει να φοβίζουμε τους πιο αδύναμους.
  6. (Σημαίνει ότι είναι λάθος να εκφοβίζουμε τους ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι.)

  7. Intimidar es una forma de abuso.

  8. Ο εκφοβισμός είναι μια μορφή κακοποίησης.
  9. (Χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι η εκφοβιστική συμπεριφορά είναι απαράδεκτη.)

  10. Temía que sus palabras pudieran intimidarme.

  11. Φοβόμουν ότι τα λόγια του θα μπορούσαν να με εκφοβίσουν.
  12. (Αναφέρεται στην ανησυχία κάποιου σχετικά με την επίδραση των λέξεων του άλλου.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "intimidar" προέρχεται από το λατινικό "intimidare", το οποίο σημαίνει "να κάνει κάποιον να φοβάται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asustar - amedrentar

Αντώνυμα: - tranquilizar - calmar



23-07-2024