Η λέξη "íntimo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [ˈintimo]
Η λέξη "íntimo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ κοντά ή προσωπικό, είτε πρόκειται για σχέσεις ανθρώπων είτε για συναισθήματα και εμπειρίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Συνήθως αναφέρεται σε σχέσεις ή συναισθηματικές καταστάσεις που είναι βαθιές και ιδιαίτερα κοντινές.
Οι πιο στενοί φίλοι μου είναι πάντα δίπλα μου.
La relación que tenemos es muy íntima.
Η σχέση που έχουμε είναι πολύ οικεία.
Él confió su secreto más íntimo a su madre.
Στην ισπανική γλώσσα, υπάρχουν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "íntimo".
Να έχεις μια στενή σχέση με κάποιον.
Conocer a alguien en un nivel íntimo.
Να γνωρίζεις κάποιον σε προσωπικό επίπεδο.
Sentir una conexión íntima.
Να αισθάνεσαι μια οικεία σύνδεση.
Mantener conversaciones íntimas.
Να διατηρείς οικείες συνομιλίες.
Una amistad íntima.
Μια στενή φιλία.
Comprometerse en una relación íntima.
Η λέξη "íntimo" προέρχεται από το λατινικό "intimus," που σημαίνει "ο πιο εσωτερικός" ή "ο πιο κοντινός."
Συνώνυμα: - cercano (κοντινός) - afectuoso (στοργικός) - personal (προσωπικός)
Αντώνυμα: - distante (μακρινός) - superficial (επιφανειακός) - impersonal (ανώνυμος)