intimo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intimo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "íntimo" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [ˈintimo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "íntimo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ κοντά ή προσωπικό, είτε πρόκειται για σχέσεις ανθρώπων είτε για συναισθήματα και εμπειρίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Συνήθως αναφέρεται σε σχέσεις ή συναισθηματικές καταστάσεις που είναι βαθιές και ιδιαίτερα κοντινές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Mis amigos más íntimos siempre están a mi lado.
  2. Οι πιο στενοί φίλοι μου είναι πάντα δίπλα μου.

  3. La relación que tenemos es muy íntima.

  4. Η σχέση που έχουμε είναι πολύ οικεία.

  5. Él confió su secreto más íntimo a su madre.

  6. Αυτός εμπιστεύτηκε το πιο προσωπικό του μυστικό στη μητέρα του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, υπάρχουν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "íntimo".

  1. Tener una relación íntima con alguien.
  2. Να έχεις μια στενή σχέση με κάποιον.

  3. Conocer a alguien en un nivel íntimo.

  4. Να γνωρίζεις κάποιον σε προσωπικό επίπεδο.

  5. Sentir una conexión íntima.

  6. Να αισθάνεσαι μια οικεία σύνδεση.

  7. Mantener conversaciones íntimas.

  8. Να διατηρείς οικείες συνομιλίες.

  9. Una amistad íntima.

  10. Μια στενή φιλία.

  11. Comprometerse en una relación íntima.

  12. Να δεσμεύεσαι σε μια οικεία σχέση.

Ετυμολογία

Η λέξη "íntimo" προέρχεται από το λατινικό "intimus," που σημαίνει "ο πιο εσωτερικός" ή "ο πιο κοντινός."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - cercano (κοντινός) - afectuoso (στοργικός) - personal (προσωπικός)

Αντώνυμα: - distante (μακρινός) - superficial (επιφανειακός) - impersonal (ανώνυμος)



23-07-2024