Η λέξη "intolerable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι /in.tolaˈɾaβ.le/.
Η λέξη "intolerable" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "απαράδεκτος", "ανυπόφορος".
Η λέξη "intolerable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό ή αποκρουστικό για κάποιον. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα, όπως στην περιγραφή παρανομιών ή απαράδεκτης συμπεριφοράς. Στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιηθεί λιγότερο, αν και είναι κατανοητή και συνηθισμένη.
Η κατάσταση στη φυλακή είναι απαράδεκτη για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Su comportamiento en la reunión fue intolerable e irrespetuoso.
Η λέξη "intolerable" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Έχω μια ανυπόφορη υπομονή. (δηλώνει ότι η υπομονή έχει ξεπεράσει τα όρια)
Considerar algo como intolerable.
Να θεωρούμε κάτι ως απαράδεκτο. (δηλώνει ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό)
Situaciones intolerables en el trabajo pueden llevar al estrés.
Απαράδεκτες καταστάσεις στη δουλειά μπορεί να οδηγήσουν σε άγχος.
La intolerable injusticia social exige cambios inmediatos.
Η λέξη "intolerable" προέρχεται από το λατινικό "intolerabilis", που είναι σύνθεση από το "in-" (όχι) και "tolerabilis" (ό,τι μπορεί να γίνει ανεκτό).
Συνώνυμα: - Inaguantable (ανυπόφορος) - Insostenible (μη βιώσιμος)
Αντώνυμα: - Tolerable (ανεκτός) - Soportable (βιώσιμος)