Intolerancia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /in.to.le.'ɾan.θja/
Η λέξη intolerancia αναφέρεται στην έλλειψη ανοχής ή αποδοχής προς απόψεις, συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα δικά μας. Χρησιμοποιείται συχνά στον κοινωνικό τομέα για την περιγραφή στάσεων που οδηγούν σε μισαλλοδοξία ή αποκλεισμό. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε φυσιολογικές αντιδράσεις, όπως η τροφική ή φαρμακευτική αποτυχία. Στη γλώσσα, η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Η μισαλλοδοξία προς άλλες κουλτούρες είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
La intolerancia alimentaria puede causar serias reacciones en el cuerpo.
Η λέξη intolerancia δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με ορισμένα πλαίσια στο κοινωνικό και πολιτικό λόγο.
Η μισαλλοδοξία δεν έχει θέση σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία.
Es importante combatir la intolerancia para promover la paz.
Είναι σημαντικό να καταπολεμηθεί η μισαλλοδοξία για την προώθηση της ειρήνης.
La intolerancia puede llevar a conflictos y división en la comunidad.
Η μισαλλοδοξία μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις και διαίρεση στην κοινότητα.
La intolerancia hacia la opinión ajena es un signo de inseguridad.
Η λέξη intolerancia προέρχεται από το λατινικό "intolerantia", που περιέχει το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και το "tolerantia" (ανοχή).
Συνώνυμα: - Aversión (απεχθής) - Discriminación (διάκριση)
Αντώνυμα: - Tolerancia (ανοχή) - Aceptación (αποδοχή)