Το "intransferible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "intransferible" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.tɾans.fe.ˈɾi.βle/
Οι μεταφράσεις του "intransferible" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - μη μεταβιβάσιμο - ανειλημμένο - αμετάβλητο
Η λέξη "intransferible" σημαίνει ότι κάτι δεν μπορεί να μεταβιβαστεί ή να παραχωρηθεί σε άλλο άτομο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά πλαίσια, καθώς αναφέρεται σε δικαιώματα ή περιουσιακά στοιχεία που δεν επιτρέπεται να αλλάξουν χέρια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
El derecho a la herencia es intransferible.
Η κληρονομική δικαίωμα είναι μη μεταβιβάσιμο.
Los bonos son intransferibles según las leyes del país.
Οι μετοχές είναι μη μεταβιβάσιμες σύμφωνα με τους νόμους της χώρας.
Ο όρος "intransferible" χρησιμοποιείται σπάνια σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να περιστραφεί γύρω από ορισμένα παραδείγματα χρήσης:
Este contrato es intransferible y no se puede ceder a terceros.
Αυτό το συμβόλαιο είναι μη μεταβιβάσιμο και δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε τρίτους.
Los derechos de autor son intransferibles sin el consentimiento del autor.
Τα πνευματικά δικαιώματα είναι μη μεταβιβάσιμα χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού.
La identidad del donante es intransferible según la ley.
Η ταυτότητα του δωρητή είναι μη μεταβιβάσιμη σύμφωνα με τον νόμο.
Η λέξη "intransferible" προέρχεται από το πρόθεμα "in-", που σημαίνει "όχι", και από τη λέξη "transferible", η οποία προέρχεται από το λατινικό "transferibilis".
Συνώνυμα:
- no transferible (μη μεταβιβάσιμο)
- inalienable (απαραχώρητο)
Αντώνυμα:
- transferible (μεταβιβάσιμο)
- cedible (παραχωρήσιμο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για τη λέξη "intransferible" στα Ισπανικά.