Η λέξη "intransigencia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "intransigencia" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /in.tɾan.siˈxen.sja/
Η λέξη "intransigencia" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάποιος αδιάλλακτος ή να μην αποδέχεται υποχωρήσεις ή παραχωρήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά, κοινωνικά ή προσωπικά συμφραζόμενα όταν κάποιος δεν δείχνει willingness to compromise. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, συναντάται και στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε χωρία που αφορούν διαπραγματεύσεις ή συγκρούσεις.
Η αδιάλλακτη στάση του διαπραγματευτή περιέπλεξε τη συμφωνία.
Su intransigencia en la discusión mostró su falta de flexibilidad.
Η ακαμψία του στη συζήτηση έδειξε την έλλειψη ευελιξίας του.
La intransigencia entre las partes impide llegar a una solución pacífica.
Η λέξη "intransigencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η αδιάλλακτο δεν οδηγεί σε καλά αποτελέσματα.
A veces, la intransigencia es necesaria para defender principios.
Μερικές φορές, η αδιαλλαξία είναι απαραίτητη για την υπεράσπιση αρχών.
La intransigencia en las relaciones personales puede ser destructiva.
Η αδιαλλαξία στις προσωπικές σχέσεις μπορεί να είναι καταστροφική.
La intransigencia de los líderes ha generado más conflictos.
Η αδιαλλαξία των ηγετών έχει δημιουργήσει περισσότερες συγκρούσεις.
Una actitud de intransigencia puede prevenir el diálogo.
Η λέξη "intransigencia" προέρχεται από το λατινικό "intransigentia", που σημαίνει "αδιάλλακτη στάση". Η ρίζα της λέξης "transigere" σημαίνει "να συμβιβάσει", και το "in-" προσδιορίζει το αρνητικό, δηλαδή την έλλειψη συμβιβασμού.
Συνώνυμα: - αδιάλλακτος - ακαμψία - σκληρότητα
Αντώνυμα: - συμβιβαστικός - ευέλικτος - υποχωρητικός