intransigente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intransigente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "intransigente" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

[ˌintɾan.si.ˈxen.te]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "intransigente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν δείχνει καμία διάθεση για συμβιβασμό ή αλλαγή στάσης. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να υποδηλώνει μια αυστηρή προσέγγιση σε διαπραγματεύσεις ή συμφωνίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El abogado fue intransigente en sus demandas durante las negociaciones.
  2. Ο δικηγόρος ήταν αδιάλλακτος στις απαιτήσεις του κατά τις διαπραγματεύσεις.

  3. Una persona intransigente puede dificultar el diálogo en cualquier organización.

  4. Ένα αδιάλλακτο άτομο μπορεί να δυσκολέψει τον διάλογο σε οποιονδήποτε οργανισμό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "intransigente" δεν είναι συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές περιφράσεις:

  1. Ser intransigente con los principios.
  2. Να είσαι αδιάλλακτος με τις αρχές.

  3. Tomar una postura intransigente en el debate.

  4. Να πάρεις μια αδιάλλακτη στάση στη συζήτηση.

  5. El intransigente rechazo a la propuesta.

  6. Η αδιάλλακτη απόρριψη της πρότασης.

Ετυμολογία

Η λέξη "intransigente" προέρχεται από το λατινικό "intransigens" που σημαίνει "μη συμφωνώντας". Ορίσθηκε από την πρόθεση "in-" (όχι) και το "transigere" (συμφωνώ).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - rígido (άκαμπτος) - obstinado (επίμονος) - inflexible (άκαμπτος)

Αντώνυμα: - comprensivo (κατανοητικός) - flexible (ευέλικτος) - conciliador (συμβιβαστικός)



23-07-2024