Το "intransigente" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
[ˌintɾan.si.ˈxen.te]
Η λέξη "intransigente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν δείχνει καμία διάθεση για συμβιβασμό ή αλλαγή στάσης. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να υποδηλώνει μια αυστηρή προσέγγιση σε διαπραγματεύσεις ή συμφωνίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Ο δικηγόρος ήταν αδιάλλακτος στις απαιτήσεις του κατά τις διαπραγματεύσεις.
Una persona intransigente puede dificultar el diálogo en cualquier organización.
Η λέξη "intransigente" δεν είναι συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές περιφράσεις:
Να είσαι αδιάλλακτος με τις αρχές.
Tomar una postura intransigente en el debate.
Να πάρεις μια αδιάλλακτη στάση στη συζήτηση.
El intransigente rechazo a la propuesta.
Η λέξη "intransigente" προέρχεται από το λατινικό "intransigens" που σημαίνει "μη συμφωνώντας". Ορίσθηκε από την πρόθεση "in-" (όχι) και το "transigere" (συμφωνώ).
Συνώνυμα: - rígido (άκαμπτος) - obstinado (επίμονος) - inflexible (άκαμπτος)
Αντώνυμα: - comprensivo (κατανοητικός) - flexible (ευέλικτος) - conciliador (συμβιβαστικός)