Η λέξη "intrascendente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /in.tɾas.enˈden.te/
Η λέξη "intrascendente" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει σημασία ή επιρροή, δηλαδή είναι αδιάφορο ή ασήμαντο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πράγματα ή καταστάσεις που δεν αξίζουν προσοχής ή δεν έχουν ιδιαίτερη αξία στην συζήτηση ή στο γεγονός. Στην ισπανική γλώσσα, είναι πιο συνηθισμένη στην γραπτή μορφή παρά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στις καθημερινές συνομιλίες.
Η συζήτηση ήταν αδιάφορη και δεν οδήγησε σε κανένα συμπέρασμα.
No me interesa discutir sobre temas intrascendentes.
Δεν με ενδιαφέρει να συζητήσω για ασήμαντα θέματα.
A veces es mejor ignorar lo intrascendente y enfocarse en lo esencial.
Η λέξη "intrascendente" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις κάποιες φορές. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Να έχεις μια αδιάφορη συζήτηση.
Lo que opina sobre esto es intrascendente.
Αυτό που σκέφτεται γι' αυτό είναι αδιάφορο.
Discusión intrascendente sobre detalles sin importancia.
Η λέξη "intrascendente" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει «όχι» ή «χωρίς») και τη ρίζα "trascendente", που σημαίνει κάτι που "ξεπερνά". Έτσι, ο όρος αναφέρεται σε κάτι που δεν ξεπερνά κάτι άλλο ή δεν έχει σημασία.
Συνώνυμα: - Irrelevante - Insignificante - Superfluo
Αντώνυμα: - Trascedente - Importante - Significativo