Επίθετο.
/intigˈaðo/
Η λέξη "intrigado" προέρχεται από το ρήμα "intrigar", που σημαίνει "να προκαλείς ενδιαφέρον ή περιέργεια". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι περίεργος ή έχει προκληθεί ενδιαφέρον σε σχέση με κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά συμφραζόμενα.
Είμαι περίεργος για την καινούργια ταινία.
Su historia me dejó intrigado.
Η ιστορία του/της με άφησε περίεργο.
Quedé intrigado después de leer el primer capítulo.
Η λέξη "intrigado" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες δείχνουν την περιέργεια ή το ενδιαφέρον.
Μετάφραση: Είμαι περίεργος για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Dejar a alguien intrigado.
Μετάφραση: Η εξαφάνισή του άφησε όλους περίεργους.
Ser un tema intrigado.
Η λέξη "intrigado" προέρχεται από το ρήμα "intrigar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "intricare", που σημαίνει "να μπερδεύω" ή "να προκαλώ".
Συνώνυμα: - Asombrado (καταπληκτικός) - Curioso (περίεργος)
Αντώνυμα: - Desinteresado (αδιάφορος) - Indiferente (αδιάφορος)