Intrincado είναι επίθετο.
/ɨn.tɾin.ˈka.ðo/
Η λέξη intrincado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι περίπλοκο, δυσινόητο ή δύσκολο στη κατανόηση. Συχνά εφαρμόζεται σε καταστάσεις, ζητήματα ή αντικείμενα που δεν είναι απλά ή ευδιάκριτα. Η συχνότητα χρήσης της είναι ενδεικτική, και χρησιμοποιείται εξίσου σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπου η λεπτομερής περιγραφή είναι αναγκαία.
Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι πολύ περίπλοκη.
Resolver este problema intrincado tomará tiempo.
Η επίλυση αυτού του περίπλοκου προβλήματος θα πάρει χρόνο.
La relación entre los personajes es intrincada y difícil de seguir.
Η λέξη intrincado μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και μεταφορικές χρήσεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
Αυτή η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη που δεν ξέρω πώς να βγω από αυτή.
El sistema legal es intrincado y a menudo causa confusión.
Το νομικό σύστημα είναι περίπλοκο και συχνά προκαλεί σύγχυση.
Las relaciones familiares pueden ser intrincadas a lo largo del tiempo.
Οι οικογενειακές σχέσεις μπορούν να είναι περίπλοκες με την πάροδο του χρόνου.
Su explicación fue intrincada y dejó más preguntas que respuestas.
Η λέξη intrincado προέρχεται από το λανθάνων ρήμα intricar, το οποίο συνδέεται με τις έννοιες του μπλέκω και του περιπλέκω. Η ετυμολογία της υποδηλώνει την έννοια της πολυπλοκότητας και της σύγχυσης.
Συνώνυμα: - Complicado (περίπλοκος) - Enredado (μπλεγμένος) - Confuso (μπερδεμένος)
Αντώνυμα: - Sencillo (απλός) - Claro (καθαρός) - Directo (άμεσος)