Το "introducir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "introducir" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [intɾoduˈθiɾ].
Το "introducir" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - εισάγω - παρόν (σε εισαγωγή) - εισαγωγή (στη νομική ορολογία)
Η λέξη "introducir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφέρεται στη δράση της εισαγωγής κάποιου πράγματος ή έννοιας σε μια διαδικασία, συζήτηση ή καθορισμένο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και νομικών πλαισίων. Ξεχωρίζει για τη χρήση της, ωστόσο, συναντάται πιο συχνά στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Voy a introducir un nuevo concepto en nuestra discusión.
Θα εισάγω μια νέα έννοια στη συζήτησή μας.
Es importante introducir los cambios en el sistema legal.
Είναι σημαντικό να εισαχθούν οι αλλαγές στο νομικό σύστημα.
El profesor introdujo el tema con un ejemplo interesante.
Ο καθηγητής εισήγαγε το θέμα με ένα ενδιαφέρον παράδειγμα.
Η λέξη "introducir" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Introducir la cuchara en el plato.
Εισάγω το κουτάλι στο πιάτο. (Σημαίνει να αρχίσεις να συμμετέχεις σε μια διαδικασία)
Introducir datos en un formulario.
Εισάγω δεδομένα σε μια φόρμα. (Αναφέρεται στην πράξη καταχώρησης πληροφοριών)
Es difícil introducir nuevas ideas en una empresa tradicional.
Είναι δύσκολο να εισαχθούν νέες ιδέες σε μια παραδοσιακή επιχείρηση.
Introducir cambios puede ser un proceso complejo.
Η εισαγωγή αλλαγών μπορεί να είναι μια σύνθετη διαδικασία.
No puedo introducir ese tema sin causar controversia.
Δεν μπορώ να εισαγάγω αυτό το θέμα χωρίς να προκαλέσω διαμάχη.
Η λέξη "introducir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "introducere", το οποίο σημαίνει «εισάγω» (intro = μέσα + ducere = οδηγώ).
insertar (εισάγω)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της λέξης "introducir" στην ισπανική γλώσσα, όπως ζητήθηκε.