Επίθετο (adjetivo)
[ıntɾoβeɾˈtiðo]
Η λέξη "introvertido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο το οποίο είναι φυσικά ή ψυχικά κλειστό, προτιμά τη μοναξιά ή τις μικρές παρέες από την κοινωνική αλληλεπίδραση σε μεγάλες ομάδες. Είναι ένας ψυχολογικός όρος που συχνά αναφέρεται σε προσωπικότητες που έχουν την τάση να στραφούν προς τα μέσα, εστιάζοντας στις εσωτερικές τους σκέψεις και συναισθήματα σε αντίθεση με την εξωτερική τους αλληλεπίδραση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο.
Ella es una persona introvertida que prefiere leer en casa.
(Αυτή είναι ένα εσωστρεφές άτομο που προτιμά να διαβάζει στο σπίτι.)
Los introvertidos suelen sentirse agotados después de las reuniones sociales.
(Οι εσωστρεφείς συχνά νιώθουν εξαντλημένοι μετά από κοινωνικές συναντήσεις.)
Η λέξη "introvertido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ser introvertido no significa que no disfrutes de la compañía.
(Το να είσαι εσωστρεφής δεν σημαίνει ότι δεν απολαμβάνεις την παρέα.)
Los introvertidos necesitan su espacio para recargar energías.
(Οι εσωστρεφείς χρειάζονται τον χώρο τους για να φορτίσουν τις ενέργειές τους.)
Vivir en un mundo extrovertido puede ser un reto para los introvertidos.
(Το να ζεις σε έναν εξωστρεφή κόσμο μπορεί να είναι πρόκληση για τους εσωστρεφείς.)
Algunos creen que los introvertidos son tímidos, pero es un malentendido.
(Ορισμένοι πιστεύουν ότι οι εσωστρεφείς είναι ντροπαλοί, αλλά είναι μια παρανόηση.)
Los introvertidos pueden ser grandes líderes, aunque prefieren trabajar en la sombra.
(Οι εσωστρεφείς μπορούν να είναι εξαιρετικοί ηγέτες, αν και προτιμούν να εργάζονται στη σκιά.)
Η λέξη "introvertido" προέρχεται από το λατινικό "introvertere", όπου "intro-" σημαίνει "μέσα" και "vertere" σημαίνει "γυρίζω".
Συνώνυμα: - reservado - aislado - tímido
Αντώνυμα: - extrovertido - sociable - abierto