Η λέξη "intruso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εισβάλλει ή παρεμβάλλεται σε κάτι, συνήθως με αρνητική χροιά. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής ή των προσωπικών συναισθημάτων κάποιου.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
No quiero que nadie entre en mi vida privada, ¡los intrusos no son bienvenidos aquí!
Μη θέλω κανέναν να μπει στην ιδιωτική μου ζωή, οι εισβολείς δεν είναι ευπρόσδεκτοι εδώ!
El nuevo vecino es muy intruso, siempre está preguntando cosas personales.
Ο νέος γείτονας είναι πολύ ενοχλητικός, ρωτάει πάντα προσωπικά πράγματα.
Ετυμολογία
Η λέξη "intruso" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "intrudĕre", που σημαίνει "να εισβάλλω".