Το "intuir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [inˈtwiɾ]
Το "intuir" σημαίνει να κατανοείς ή να αισθάνεσαι κάτι χωρίς να έχεις άμεσες αποδείξεις, δηλαδή μέσω της διαισθητικής ή εσωτερικής αίσθησης. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου κάποιος έχει μια αόριστη κατανόηση ή υποψία για μια κατάσταση. Αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, παρατηρείται ότι συχνά εμφανίζεται και σε γραπτές αναφορές.
Ella puede intuir que algo no está bien.
(Αυτή μπορεί να διαισθανθεί ότι κάτι δεν πάει καλά.)
Es difícil intuir las emociones de los demás.
(Είναι δύσκολο να διαισθανθείς τα συναισθήματα των άλλων.)
Los buenos amigos suelen intuir lo que el otro necesita.
(Οι καλοί φίλοι συνήθως διαισθάνονται τι χρειάζεται ο άλλος.)
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, το "intuir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Intuir el peligro:
(Διαισθάνομαι τον κίνδυνο.)
Intuir la verdad:
(Διαισθάνομαι την αλήθεια.)
Intuir a alguien:
(Διαισθάνομαι κάποιον.)
Η λέξη "intuir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "intueri," που σημαίνει "να κοιτάς, να παρατηρείς" και στο πέρασμα των αιώνων απέκτησε την έννοια της αίσθησης ή της διαισθητικής κατανόησης.
Συνώνυμα: - Adivinar (μαντεύω) - Presentir (προαισθάνομαι)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Dudar (αμφιβάλλω)