Επίθετο.
/inu̟siˈta̟ðo/
Η λέξη "inusitado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι συχνό ή συνήθως συναντάται, δηλαδή κάτι που είναι ασυνήθιστο ή απρόσμενο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή επίσημες αναφορές, λόγω του περιεχομένου της.
Es un hecho inusitado que nevó en junio.
(Είναι ένα ασυνήθιστο γεγονός ότι χιόνισε τον Ιούνιο.)
Su comportamiento inusitado sorprendió a todos.
(Η ασυνήθιστη συμπεριφορά του/της εξέπληξε όλους.)
Las flores inusitadas del jardín atrajeron la atención de los visitantes.
(Οι ασυνήθιστες ανθοφορίες του κήπου τράβηξαν την προσοχή των επισκεπτών.)
Η λέξη "inusitado" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε περιπτώσεις όπου περιγράφει κάτι το απρόσμενο ή εξαιρετικό. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις:
Lo que sucedió esa noche fue verdaderamente inusitado.
(Αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα ήταν πραγματικά απρόσμενο.)
Su decisión de mudarse fue inusitada para todos.
(Η απόφασή του/της να μετακομίσει ήταν απρόσμενη για όλους.)
Hemos tenido un verano inusitado con tantas lluvias.
(Έχουμε μια ασυνήθιστη καλοκαιρινή περίοδο με τόσες βροχές.)
Η λέξη "inusitado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inusitatus", που σημαίνει "μη συνηθισμένος" ή "ασυνήθιστος".
Συνώνυμα: - extraño - poco común - raro
Αντώνυμα: - habitual - común - ordinario